Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δεχθείς

См. также в других словарях:

  • δεχθείς — δέχομαι take aor part pass masc nom/voc sg δείκνυμι bring to light aor part pass masc nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο ή αυτός που προέρχεται από χοίρο, χοίρινος, χοίρειος («χοιρινά λουκάνικα») 2. το ουδ. ως ουσ. το χοιρινό το κρέας τού χοίρου 3. παροιμ. «από χοιρινό τουλούμι κρασί μην πιεις ποτέ σου» να μην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»