Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δευτέριον

См. также в других словарях:

  • δευτέριον — δευτέριος of inferior quality masc acc sg δευτέριος of inferior quality neut nom/voc/acc sg δευτερέω imperf ind act 3rd pl (doric) δευτερέω imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέριος — (7ος αι. μ.Χ.) Πατριάρχης της αίρεσης των αρειανών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Δ. άλλαξε το κείμενο της επίκλησης του βαπτίσματος και το αντικατέστησε με τη φράση «Βαπτίζεται… εις το όνομα του πατρός, διά Υιού, εν Αγίω Πνεύματι». * * * δευτέριος, α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»