Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δεμένος

  • 1 закалённый

    закалённый 1) (о стали) δεμένος, ατσαλωμένος 2) пе рен. ατσαλωμένος, σκληραγω γημένος
    * * *
    1) ( о стали) δεμένος, ατσαλωμένος
    2) перен. ατσαλωμένος, σκληραγωγημένος

    Русско-греческий словарь > закалённый

  • 2 переплёт

    переплёт м το δέσιμο (του βιβλίου)· το εξώφυλλο (обложка)' в \переплёте δεμένος· без \переплёта άδετος
    * * *
    м
    το δέσιμο (του βιβλίου); το εξώφυλλο ( обложка)

    Русско-греческий словарь > переплёт

  • 3 закаленный

    закал||енный
    1. прич. от закалить·
    2. прил (о стали и т. п.) ἀτσαλωμένος, βαμένος, δεμένος·
    3. прил перен ἀτσαλωμένος, σκληραγωγημένος:
    \закаленныйенный в боях ἀτσαλωμένος στις μάχες.

    Русско-новогреческий словарь > закаленный

  • 4 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 5 связанный

    свя́занн||ый
    1. прич. от связать·
    2. прил (не свободный, стесненный) δυσκο-λευόμενος, δύσκολος·
    3. прил хим. δεσμευμένος· ◊ быть \связанныйым по рукам и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα, εἶμαι δεσμευμένος.

    Русско-новогреческий словарь > связанный

  • 6 цепной

    цепн||ой
    прил
    1. ἀλυσιδωτός, μέ ἀλυσίδες:
    \цепной мост ἡ κρεμαστή γέφυρα· \цепнойая передача тех. ἡ μετάδοση κίνησης μέ ἀλυσίδα·
    2. (привязанный на цепь) δεμένος:
    \цепнойая собака τό μαντρόσκυλο· ◊ \цепнойая реакция физ.\ хим. ἡ ἀλυσοειδής ἀντίδραση· \цепнойо́е правило мат ἡ μέθοδος τῶν τριών.

    Русско-новогреческий словарь > цепной

  • 7 связанный

    [σβγιάζαννυΐ] εκ. δεμένος

    Русско-греческий новый словарь > связанный

  • 8 связанный

    [σβγιάζαννυϊ] επ δεμένος

    Русско-эллинский словарь > связанный

  • 9 подвязной

    επ.
    δεμένος•

    подвязной колокольчик δεμένο (κρεμασμένο) κουδουνάκι.

    Большой русско-греческий словарь > подвязной

  • 10 привязной

    επ.
    δεμένος, προσδεμένος, δέσμιος•

    привязной аэростат δέσμιο αερόστατο.

    Большой русско-греческий словарь > привязной

  • 11 прикол

    α.
    πάσσαλος μεγάλος (για πρόσ-σδεση).
    εκφρ.
    на -е – δεμένος, προσδεμένος•
    стоять на -е – α) είμαι αραγμένος, στη δέστρα. β) ακινητώ, αδρανώ, μένω αργός, απρακτώ.

    Большой русско-греческий словарь > прикол

  • 12 сворка

    θ. (υποκορ.)
    βλ. свора, сворный
    επ.
    δεμένος, κρατημένος (για σκύλο).

    Большой русско-греческий словарь > сворка

См. также в других словарях:

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • ισχυρόδετος — ἰσχυρόδετος, ον (Α) δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτό δετος, λινό δετος] …   Dictionary of Greek

  • κοντοδέματος — η, ο κοντός με γερή σωματική διάπλαση, εύρωστος και με χαμηλό ανάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + δέματος (< δέμας, τος «σώμα»), πρβλ. γερο δεμένος, καλο δεμένος] …   Dictionary of Greek

  • λαιμόδετος — η, ο δεμένος από τον λαιμό 2. ναυτ. αυτός που είναι δεμένος στον λαιμό τής άγκυρας …   Dictionary of Greek

  • μαντιλοδεμένος — η, ο αυτός που έχει δέσει μαντίλι στο κεφάλι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + δεμένος (πρβλ. αλυσο δεμένος)] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροδέσμιος — α, ο / σιδηροδέσμιος, ον, ΝΜ (για πρόσ. και ζώα) δεμένος με σιδερένιες αλυσίδες, αλυσόδετος νεοελλ. δεμένος με χειροπέδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δέσμιος (< δεσμός), πρβλ. αλυσο δέσμιος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσένδετος — ον, Α 1. δεμένος με χρυσό («ἐδωρεῑτο χρυσένδετον σμάραγδον», Πλούτ.) 2. διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐνδετός «δεμένος»] …   Dictionary of Greek

  • Αϊδωνεύς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, που την ωραία του γυναίκα Περσεφόνη θέλησε να αρπάξει ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους, με τη βοήθεια του φίλου του Θησέα. Όμως δεν το κατόρθωσαν και ο Α. έκλεισε τους δύο φίλους στον Άδη.… …   Dictionary of Greek

  • ένδετος — ἔνδετος, ον (Α) δεμένος, μπλεγμένος …   Dictionary of Greek

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • αγκυλένδετος — ἀγκυλένδετος, ον (Α) ο δεμένος, οπλισμένος με ακόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλη + ἔνδετος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»