-
1 δεκατεια
ἥ ( у римлян) децимация, т.е. казнь каждого десятого -
2 δεκατεία
См. также в других словарях:
δεκατείᾳ — δεκατείᾱͅ , δεκατεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατεία — η (Α δεκατεία) [δεκατεύω] η δεκάτευσις νεοελλ. η υπηρεσία τού δεκατιστή* … Dictionary of Greek
δεκατείαν — δεκατείᾱν , δεκατεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)