-
1 δειδίσκομαι
δειδίσκομαι, (cf. δέχομαι)A greet, welcome,δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί Od.20.197
;δέπαϊ χρυσέῳ δειδίσκετο 18.121
;δεδισκόμενος 15.150
:— to the same verb the following forms probably belong, πλησάμενος δ' οἴνοιο δέπας δείδεκτ' Ἀχιλῆα pledged him, Il.9.224; τοὺς μὲν ἄρα χρυσέοισι κυπέλλοις.. δειδέχατο ib. 671, cf. 4.4;δειδέχαται μύθοισι Od.7.72
; welcoming,4.59
, Il.9.196; pledging, h.Ap. 11; so,δεδεγμένος Panyas.12
.II ([etym.] δείκνυμι) show, A.R.1.558.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειδίσκομαι
-
2 δειδίσκομαι
Grammatical information: v.Meaning: `greet, welcome' (Hom.); δειδέχαται, - το, δεικ-νύ-μενος, δεικ-ανόωντο and δε(ι)-δισκ-όμενος.Derivatives: IE [188] * deik- `show'Origin: This and related forms were read as *δηδέχαται etc. by Wackernagel (BB 4, 1878, 268ff.), who connected Skt. dāśnoti; he wanted to restore at least the (supposed) intensive reduplication in the form (Beekes, Development 114). Forssmann ( Die Sprache 24, 1978, 3-24) showed that our texts always have δει-, and that this is the correct reading. The form δει-δεχ- is the most difficult and replaces δει-δικ- ($31). The other forms replace *δει-δικ-. The original meaning was `show'.See also: s. δηδέχαται.Page in Frisk: 1,354Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δειδίσκομαι
-
3 δειδισκόμενος
δειδίσκομαιgreet: pres part mp masc nom sg -
4 δειδίσκετο
δειδίσκομαιgreet: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
5 δεδίσκομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεδίσκομαι
-
6 δείδεκτο
A v. δειδίσκομαι;Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δείδεκτο
-
7 δεικανάω
A point out, show, in [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [tense] impf.δεικανάασκεν Theoc.24.57
; [dialect] Ep.[ per.] 3pl. [tense] pres.δεικανόωσι Arat.209
: butII [voice] Med., (cf. δειδίσκομαι) salute, pledge,δεικανόωντο δέπασσιν Il.15.86
;δεικανόωντ' ἐπέεσσιν Od.18.111
; cf. δεκανᾶται.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεικανάω
-
8 δείκνυμι
δείκνυμι (also [full] δεικνύω Hes.Op. 451, Men.562; [dialect] Ion. [full] δέκνυμι GDI 5653b14 (ἀπο-, Chios), 5493b25 (ἀπο-, Milet.), freq. in Hdt.; Cret. [full] δίκνυμι ([etym.] προ-) GDI5112); [ per.] 3sg.A ; imper. δείκνυε ib. 502, Pl.Phdr. 228e, [ per.] 3sg.: [tense] impf.[ per.] 3pl.ἐδείκνυσαν X.An.4.5.33
, D.18.213, also- υον Hdt.4.150
, Antipho 5.76, etc.; [ per.] 3sg.δείκνυεν Pi.P.4.220
: [tense] fut.δείξω Od.12.25
, etc., [dialect] Ion.δέξω Hdt.4.179
, al.: [tense] aor. 1 ἔδειξα, [dialect] Ep.δεῖξα Od.3.174
, etc., [dialect] Ion.ἔδεξα Hdt.2.30
, al.: [tense] pf.δέδειχα Alex.268
, ([etym.] ἐπι-) D.26.16, ([etym.] ἀνα-) Plb.4.48.3:—[voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass., for [dialect] Ep. forms δεικνύμενος, δείδεκτο, δειδέχαται, δειδέχατο, v. δειδίσκομαι:—[voice] Pass., [tense] fut.δειχθήσομαι Isoc.5.1
, 12.4;δεδείξομαι Plu.2.416d
, A.D.Synt.23.26, al.: [tense] aor. , etc., [dialect] Ion. ἐδέχθην ([etym.] ἀπ-) Hdt.1 Prooem.: [tense] pf. , [dialect] Ion. :—bring to light, show forth,[θεὸς] ἡμῖν δεῖξε [τέρας] Od.3.178
;δεικνὺς σῆμα βροτοῖσιν Il.13.244
;ἄγος δ. S.OT 1427
; τὸν κτανόντα ib. 278;ἵν' ἐλαίας.. ἔδειξε κλάδον Ἀθάνα E.Tr. 802
; of artists, portray, represent, Luc.Im.5; cause,δυσθέατα πήματα ἐδείξατ' A.Th. 982
codd.; render so and so, ;τινὰ ὑπὸ τῶν τραυμάτων δείξας νεκρόν D.S.34.2.21
:—[voice] Med., δείκνυμαι set before one,ἄεθλα Il.23.701
.2 show, point out,δ. Ἀλέξανδρον Μενελάῳ Il.3.452
; δέσμιον.. ἔδειξ' Ἀχαιοῖς (sc. αὐτόν) S.Ph. 609, cf. 492, 630; αὐτὸ δ. experiment will show, Cratin.177, cf. Pl.Tht. 200e, Hp.Ma. 288b; δείξει δὴ τάχα alone, time will show, Ar.Ra. 1261; δ. εἴς τινα point towards, Hdt.4.150:—[voice] Med.,δείξατο δ' εἰς Κρονίωνα h.Merc. 367
.3 show, make known, esp. by words, explain,ὁδόν Od.12.25
, etc.;ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα A.Pr. 458
, cf. 482.4 show, prove, with part.,ποῦ γὰρ ὢν δείξω φίλος; E.Or. 802
;ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες Th.4.73
, cf. 5.72;δεικνύω ἐσπουδακώς Men.562
; ; εἰ.. δειχθήσεται τοῦτο πεποιηκώς ib.160; : folld. by a relat. clause with ὡς.., ὅτι.., εἰ..,etc., A.Th. 176, Th.1.76, 143, etc.;πᾶσα ἀπόδειξίς τι κατά τινος δείκνυσι Arist.AP0.90b34
: ὅπερ ἔδει δεῖξαι, = Q.E.D., Euc.1.4,al.: abs., δέδεικται it is clear or proven, Pl.Phd. 66d, etc.;δεδείξεται A.D.
l.c.5 of accusers, inform against, (Dobree ex Sch. ἐγὼ ἐνδείκνυμι).7 offer, proffer,καὶ τὰ πίστ' ἐδειξάτην A.Ag. 651
. (Cf. Lat. dīco, Goth. gateihan 'announce', OHG. zeigōn 'show'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δείκνυμι
-
9 δεδίσκομαι
δεδίσκομαι and δειδίσκομαι ( δείκνῦμι): bid welcome or farewell (by gesture), pledge; δέπαϊ, δεξιτερῇ χειρί (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δεδίσκομαι
-
10 δεικανάομαι
δεικανάομαι ( δείκνῦμι)=δειδίσκομαι. δεπάεσσιν, ἔπεσσι, Ο , Od. 24.410.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δεικανάομαι
-
11 δείκνῦμι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δείκνῦμι
-
12 δηδέχαται
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δηδέχαται
-
13 *δηκανόωντο
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > *δηκανόωντο
-
14 *δηκνύμενος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > *δηκνύμενος
См. также в других словарях:
δειδίσκομαι — (Α) 1. απλώνω το χέρι για να υποδεχτώ κάποιον, χαιρετίζω («δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί») 2. επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δειδίσκομαι πιθ. < *δη δε[κ] σκ, αναλογικά προς τα ρήματα σε ισκω, απαντά στην Οδύσσεια με τους τ. δειδισκόμενος, δειδίσκετο… … Dictionary of Greek
δειδισκόμενος — δειδίσκομαι greet pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειδίσκετο — δειδίσκομαι greet imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδίσκομαι — (Α) 1. δειδίσκομαι, χαιρετίζω 2. δειδίσσομαι, εκφοβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. δεδίσκομαι με τη σημ. 1. βλ. δειδίσκομαι επίσης (με τη σημ. 2) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τού παρακμ. δέδοικα τού δείδω* κατά τα ρήματα σε σκω. Έχει υποστηριχθεί ακόμη… … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] … Dictionary of Greek