-
1 prêter
δανείζω -
2 půjčovat
δανείζω -
3 zapůjčit
δανείζω -
4 lend
δανείζω -
5 użyczać
δανείζω -
6 ссужать
δανείζω, δίνω δάνειοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ссужать
-
7 взаймы
взаймы: взять \взаймы δανείζο μαι дать \взаймы δανείζω* * *взять взаймы́ — δανείζομαι
дать взаймы́ — δανείζω
-
8 одолжить
одолжить 1) (дать взаймы} δανείζω 2) (взять взаймы) δανείζομαι* * *1) ( дать взаймы) δανείζω2) ( взять взаймы) δανείζομαι -
9 взаймы
δανεικάбрать - δανείζομαι, παίρνω -давать - δανείζω, δίνω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взаймы
-
10 долг
1. (обязанность) το καθήκον, το χρέος, η υποχρέωση 2. (то, что взято или отдано заимообразно) το χρέ/ος, η οφειλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > долг
-
11 взаймы
взаймынареч δανεικά:взять \взаймы παίρνω δανεικά, δανείζομαι· дать \взаймы δίνω δανεικά, δανείζω. -
12 долг
долгм1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό. -
13 заимообразно
заимообразн||онареч δανεικά, ἐπί πιστώσει, βερεσέ:давать \заимообразно δίνω δανεικά, δανείζω. -
14 одалживать
одалживатьнесов δανείζω. -
15 рост
ростм1. (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἀνοδος, ἡ αὐξηση:остановиться в \росте παύω νά ἀναπτύσσομαι· \рост промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· \рост производительности труда ἡ αὐξηση τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \рост посевной площади ἡ ἐπέκταση των καλλιεργησίμων ἐδαφων \рост благосостояния ἡ ἄνο-δος τής εὐημερίας·2. (человека) τό ἀνάστημα, τό μπόϊ:высокого (низкого) \роста ὑψηλού (μικροδ) ἀναστήματος· не по \росту δέν ταιριάζει στό ὑψος (μου)· во весь \рост μ' ὁλόρθο τό κορμί, σ'ὅλο τό ἀνάστημα· растянуться во весь \рост ξαπλώνομαι (или πέφτω) φαρδύς πλατύς· встать по \росту συντάσσομαι κατ· ἀνάστημα· \ростом не выйти разг μένω κοντός·3. (размер) τό μέγεθος· ◊ давать деньги в \рост уст. δανείζω χρήματα μέ τόκο, τοκίζω χρήματα. -
16 ссуда
ссу́||даж τό δάνειο[ν]:безвозвратная \ссуда δάνειο ἄνευ ἐπιστροφής· \ссуда под проценты τό ἔντοκο[ν] δάνειο[ν]· давать \ссудаду δίνω δάνειο, δανείζω· брать \ссудаду πέρνω δάνειο, δανείζομαι. -
17 ссужать
ссу́||жатьнесов δανείζω, δίνω δάνειον. -
18 lend
[lend]past tense, past participle - lent; verb1) (to give (someone) the use of for a time: She had forgotten her umbrella so I lent her mine to go home with.) δανείζω2) (to give or add (a quality) to: Desperation lent him strength.) δίνω• -
19 одалживать
[αντάλζυβατ"] ρ. δανείζω -
20 одалживать
[αντάλζυβατ"] ρ δανείζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δανείζω — put out money at usury pres subj act 1st sg δανείζω put out money at usury pres ind act 1st sg δανεΐζω , δανείζω put out money at usury pres subj act 1st sg δανεΐζω , δανείζω put out money at usury pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείζω — δανείζω, δάνεισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δανείζω — (AM δανείζω) [δάνειον] Ι. 1. δίνω χρήματα σε κάποιον ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τά επιστρέψει, όσα πήρε ή με τόκο («τόν δάνεισα 10 χιλιάδες», «μηδὲ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ») 2. δίνω κάτι δικό μου σε κάποιον για να τό χρησιμοποιήσει προσωρινά και… … Dictionary of Greek
δανείζω — εισα, είστηκα, δανεισμένος, δίνω χρήματα ή άλλα αντικείμενα με τη συμφωνία να μου επιστραφούν: Του έχω δανείσει ένα μεγάλο ποσό χρημάτων, με τη συμφωνία να μου το επιστρέψει σε ένα χρόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανείζεσθε — δανείζω put out money at usury pres imperat mp 2nd pl δανείζω put out money at usury pres ind mp 2nd pl δανεΐζεσθε , δανείζω put out money at usury pres imperat mp 2nd pl δανεΐζεσθε , δανείζω put out money at usury pres ind mp 2nd pl δανείζω put… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείζετε — δανείζω put out money at usury pres imperat act 2nd pl δανείζω put out money at usury pres ind act 2nd pl δανεΐζετε , δανείζω put out money at usury pres imperat act 2nd pl δανεΐζετε , δανείζω put out money at usury pres ind act 2nd pl δανείζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείζῃ — δανείζω put out money at usury pres subj mp 2nd sg δανείζω put out money at usury pres ind mp 2nd sg δανείζω put out money at usury pres subj act 3rd sg δανεΐζῃ , δανείζω put out money at usury pres subj mp 2nd sg δανεΐζῃ , δανείζω put out money… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείσω — δανείζω put out money at usury aor subj act 1st sg δανείζω put out money at usury fut ind act 1st sg δανεΐσω , δανείζω put out money at usury aor subj act 1st sg δανείζω put out money at usury aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) δανεΐσω , δανείζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείσῃ — δανείζω put out money at usury aor subj mid 2nd sg δανείζω put out money at usury aor subj act 3rd sg δανείζω put out money at usury fut ind mid 2nd sg δανεΐσῃ , δανείζω put out money at usury aor subj mid 2nd sg δανεΐσῃ , δανείζω put out money… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειζομένων — δανείζω put out money at usury pres part mp fem gen pl δανείζω put out money at usury pres part mp masc/neut gen pl δανεϊζομένων , δανείζω put out money at usury pres part mp fem gen pl δανεϊζομένων , δανείζω put out money at usury pres part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειζόμεθα — δανείζω put out money at usury pres ind mp 1st pl δανεϊζόμεθα , δανείζω put out money at usury pres ind mp 1st pl δανείζω put out money at usury imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) δανεϊζόμεθα , δανείζω put out money at usury imperf ind mp 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)