-
1 δαμάζω
[дамазо] р. укрощать, обуздывать, усмирять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δαμάζω
-
2 покорить
покорить 1-рю, -ршь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. покоренный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.μ.1. καταχτώ• υποτάσσω, υποδουλώνω•покорить страну υποτάσσω τη χώρα.
(κυρλξ. κ. μτφ.) δαμάζω•покорить зверя δαμάζω το θηρίο•
покорить силы природы δαμάζω τις δυνάμεις (στοιχεία) της φύσεις.
2. μτφ. αιχμαλωτίζω, γοητεύω, θέλγω, μαγεύω.εκφρ.покорить сердце – καταχτώ την καρδιά.καταχτιέμαι, υποτάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.покорить 2-рю, -ришь ρ. σ.μ.βλ. корить με σημ. λίγο, ενίοτε. -
3 дрессировать
-
4 обуздать
обуздать, обуздывать χαλιναγωγώ· δαμάζω (тж. перен.)' \обуздать гонку вооружений χαλιναγωγώ το κυνυγητό (или την κούρσα) των εξοπλισμών* * *= обуздыватьχαλιναγωγώ; δαμάζω (тж. перен.)обузда́ть го́нку вооруже́ний — χαλιναγωγώ το κυνυγητό ( или την κούρσα) των εξοπλισμών
-
5 обуздать
обуздатьсов, обуздывать несов1. (коня) δαμάζω (τό ἀλογο)·2. перен χαλιναγωγώ, βάζω φρένο / δαμάζω (укрощать). -
6 укротить
укрощу, укротишь,παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрощенный, βρ: -щён, -щена -ό ρ.σ.μ.1. εξημερώνω• δαμάζω, τιθασεύω•укротить тигра εξημερώνω την τίγρη.
2. μτφ. συγκρατώ, υποτάσσω•укротить гнев δαμάζω το θυμό.
1. εξημερώνομαι.2. συγκρατιέμαι•гнев -лся ο θυμός συγκρατήθηκε.
-
7 приручить
εξημερώνω, δαμάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приручить
-
8 изламывать
изламыватьнесов σπάνω, θραύω, συντρίβω/ δαμάζω τόν χαρακτήρα (переломать). -
9 объезжать
объезжатьнесов1. (стороной) παρακάμπτω:\объезжать канаву παρακάμπτω τό χαντάκι·2. (побывать всюду) περιοδεύω, περιέρχομαι / διατρέχω (города, страны)·3. (лошадь) δαμάζω (ἄλογο)· ◊ \объезжать войска ἐπιθεωρώ τά στρατεύματα -
10 перебороть
переборотьсов καταβάλλω, ὑπερνικώ, δαμάζω:\перебороть себя συγκρατιέμαι, δέν παρα-φέρομαι. -
11 переломать
переломатьсов1. τσακίζω (κολλά ἀντικείμενα), σπάνω, θραύω:\переломать себе ребра σπάζω τά πλευρά μου· 2, перен (кого-л.) δαμάζω, βάζω κάτω, ἀλλάζω. -
12 рог
рогм1. τό κέρατο, τό κέρας·2. (музыкальный инструмент) τό κόρνο, τό κέρας:охотничий \рог τό κυνηγετικόν κέρας· трубить в \рог σαλπίζω μέ τό κέρας-◊ наставить рога кому́-л. βάζω κάποιον κέρατα, κερατώνω· согнуть кого-л. в бараний \рог разг κάνω κάποιον ἀρνάκι· брать быка за рога разг πιάνω τόν ταδρο ἀπό τά κέρατα· обломать рога кому-л. δαμάζω κάποιον \рог изобилия τό κέρας τής 'Αμάλθειας· как из рога изобилия σέ μεγάλη ἀφθονία, ποτάμι. -
13 смирять
смирятьнесов ὑποτάσσω, δαμάζω. -
14 укротить
укротитьсов, укрощать несов1. ἐξημερώνω, (ή)μερώνω, δαμάζω, τιθασεύω·2. перен χαλιναγωγώ. -
15 усмирить
усмиритьсов, усмирять несов1. (подавлять) καταστέλλω, καταπνίγω:\усмирить мятеж καταστέλλω τήν ἐξέγερση·2. (успокаивать, укрощать) καταπραΰνω, καθησυχάζω, κατευνάζω:\усмирить зверя δαμάζω τό θηρίο. -
16 дрессировать
-рую, -руешьρ.δ.μ.(για ζώα) δαμάζω, τιθασεύω• εξασκώ, εκγυμνάζω, συνηθίζω• εξημερώνω. || ειρν. υποτάσσω, συνηθίζω σε αυστηρή πειθαρχία.δαμάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
17 обломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обломанный, βρ: -ман, -а, -о.1. σπάζω ολόγυρα ή στις άκρες, περισπώ•обломать кусты σπάζω ολόγυρα τους θάμνους.
2. μτφ. (απλ.) δαμάζω, τιθασεύω. || κάμπτω την αντίσταση.εκφρ.обломать бока – σπάζω τα πλευρά (δέρνω αλύπητα)•дело – χαλώ την υπόθεση•обломать зубы – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω).θραύομαι, σπάζω. -
18 переломить
-ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переломленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, τσακίζω.2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω απότομα δαμάζω, υπερνικώ, κατανικώ.1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι•палка -лась ο πάσσαλος έσπασε.
2. μτφ. μεταβάλλομαι, αλλάζω απότομα, δαμάζομαι, υπερνικιέμαι. || αλλάζω τη φύση ή τη χροιά της φωνής. -
19 преклонить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преклонённый, βρ: -нён -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, σκύβω, χαμηλώνω υποστέλλω•преклонить голову σκύβω το κεφάλι,• преклонить знамна υποστέλλω τις σημαίες.
2. μτφ. κάνω να αλλάξει, γνώμη, ή διαλλακτικόν, μεταπείθω, φέρνω στα νερά μου.3. μτφ. υποτάσσω, κάμπτω, καταβάλλω,δαμάζω, τιθασεύω.1. κάμπτομαι, λυγίζω, σκύβω, χαμηλώνω.2. μτφ. κάμπτομαι, υποτάσσομαι, λυγίζω, τα διπλώνω.3. μτφ. υποκλίνομαι, θαυμάζω. -
20 приручить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прирученный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. εξημερώνω, δαμάζω, τιθασεύω.2. μτφ. υποτάσσω.1. εξημερώνομαι• δαμάζομαι, τιθασεύομαι.2. υποτάσσομαι, γίνομαι υπο-χείρ ιο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δαμάζω — overpower pres subj act 1st sg δαμάζω overpower pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάζω — δαμάζω, δάμασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δαμάζω — (AM δαμάζω) 1. κατανικώ, καταβάλλω 2. (για άγρια ζώα) ημερώνω, τιθασεύω μσν. νεοελλ. 1. (για φωτιά) σβήνω, καταστέλλω 2. (για ισχυρά συναισθήματα ή πάθη) συγκρατώ, ελέγχω νεοελλ. 1. επιβάλλω πειθαρχία σε κάποιον, τόν αναγκάζω να περιορίσει κακές… … Dictionary of Greek
δαμάζω — ασα, άστηκα, δαμασμένος 1. τιθασεύω, εξημερώνω άγρια ζώα: Ο Μ. Αλέξανδρος μπόρεσε να δαμάσει το Βουκεφάλα. 2. πειθαρχώ, υποτάσσω: Χρειάζεται ικανότητες για να δαμάσεις τα παιδιά του νηπιαγωγείου. 3. συγκρατώ, καταστέλλω: Είναι άνθρωπος που έμαθε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμάζῃ — δαμάζω overpower pres subj mp 2nd sg δαμάζω overpower pres ind mp 2nd sg δαμάζω overpower pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσσει — δαμάζω overpower aor subj act 3rd sg (epic) δαμάζω overpower fut ind mid 2nd sg (epic) δαμάζω overpower fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσσουσι — δαμάζω overpower aor subj act 3rd pl (epic) δαμάζω overpower fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δαμάζω overpower fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσσω — δαμάζω overpower aor subj act 1st sg δαμάζω overpower fut ind act 1st sg (epic) δαμάζω overpower aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσσῃ — δαμάζω overpower aor subj mid 2nd sg δαμάζω overpower aor subj act 3rd sg δαμάζω overpower fut ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδαμασμένα — δαμάζω overpower perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδαμασμένᾱ , δαμάζω overpower perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδαμασμένᾱ , δαμάζω overpower perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδμημένα — δαμάζω overpower perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδμημένᾱ , δαμάζω overpower perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδμημένᾱ , δαμάζω overpower perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) δέμω build perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδμημένᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)