-
1 δακτυλοτριπτος
См. также в других словарях:
δακτυλότριπτος — δακτυλότριπτος, ον (Α) ο τριμμένος με τα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + τριπτος < τρίβω] … Dictionary of Greek
δακτυλότριπτον — δακτυλότριπτος worn by the fingers masc/fem acc sg δακτυλότριπτος worn by the fingers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek