Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δακτυλότριπτος

См. также в других словарях:

  • δακτυλότριπτος — δακτυλότριπτος, ον (Α) ο τριμμένος με τα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + τριπτος < τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλότριπτον — δακτυλότριπτος worn by the fingers masc/fem acc sg δακτυλότριπτος worn by the fingers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»