-
1 disque
δίσκος -
2 disk
δίσκος -
3 disc
δίσκος -
4 disk
δίσκος -
5 tray
δίσκος -
6 krążek
δίσκος -
7 płyta
δίσκος -
8 tabla
δίσκος, ταμπλάς, φόρμα -
9 пластинка
пластинка ж η πλάκα· ο δίσκος* долгоиграющая \пластинка о δίσκος μακράς διαρκείας· поставить \пластинкау βάζω δίσκο* * *жη πλάκα; ο δίσκοςдолгоигра́ющая пласти́нка — ο δίσκος μακράς διαρκείας
поста́вить пласти́нку — βάζω δίσκο
-
10 диск
-а α.1. δίσκος, πλάκα στρογγυλή. || αθλητικός δίσκος•метание -а δισκοΘολία.
|| δίσκος ήλιου, φεγγαριού. || δισκοειδές εξάρτημα μηχανής.2. δίσκος αυτόματου όπλου (όπου χωρούν τα φυσίγγια). -
11 disc
[disk]1) (a flat, thin, circular object: From the earth, the full moon looks like a silver disc.) δίσκος2) (a gramophone/phonograph record or compact disc.) δίσκος(μουσικής)3) (in computing, a disc-shaped file.) δίσκος,δισκέτα• -
12 disk
[disk]1) (a flat, thin, circular object: From the earth, the full moon looks like a silver disc.) δίσκος2) (a gramophone/phonograph record or compact disc.) δίσκος(μουσικής)3) (in computing, a disc-shaped file.) δίσκος,δισκέτα• -
13 диск
диск м о δίσκος метание \диска η δισκοβολία, метатель \диска о δισκοβόλος* * *мο δίσκοςмета́ние диска — η δισκοβολία
мета́тель диска — ο δισκοβόλος
-
14 поднос
-
15 граммофонный
граммофон||ныйприл φωνογραφικός:\граммофонныйная пластинка ὁ δίσκος γραμμοφώνου, ὁ φωνογραφικός δίσκος. -
16 поднос
подносм ὁ δίσκος, ὁ δίσκος σερβιρίσματος, τό ταψί. -
17 пластинка
-и θ.1. βλ. пластина; фотографическая пластинка φωτογραφική πλάκα.2. δίσκος•патефонная пластинка δίσκος (πλάκα) γραμμόφωνου.
-
18 грампластинка
ο δίσκος (του φωνο-γράφου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грампластинка
-
19 диск
ο δίσκος- винта (площадь омета-емая винтом) ав. η επιφάνεια του δίσκου (σχηματισμένη υπό της προβολής μιας στροφής της έλικας)игольчатый - (с - х.) ακτινωτός -, τροχός -компактный - (CD) ψηφιακός -, το σιντί (ξεν)компактный видео- (DVD) ο ψηφιακός βιντεοδίσκος, το ντι-βι-ντίкривошипный - του στροφάλου, η πλάκα του στροφάλουкулачковый - το δισκοειδές έκκεντρο, κνωδακο-φόρος -развёртывающий (тлв.) - σάρωσης- της εξερεύνησης σε έκταση 360°- με οπές/ανοίγμα-ταшкальный - η πλάκα των ενδείξεων, βαθμολογημένος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диск
-
20 компакт-диск
ο ψηφιακός δίσκος, το σιντί (CD) (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компакт-диск
См. также в других словарях:
δίσκος — quoit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
δίσκος — ο 1. κυκλική πλάκα από μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται στο αγώνισμα της δισκοβολίας. 2. η δισκοβολία. 3. σκεύος που χρησιμοποιείται για σερβίρισμα. 4. κάθε αντικείμενο που έχει σχήμα δίσκου: Το ηλιοβασίλεμα ο ήλιος έπεσε στη θάλασσα σαν ένας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγνητικός δίσκος — Δίσκος από πλαστικό (μαλακός μ.δ.) ή μέταλλο (σκληρός μ.δ.) με επίστρωμα μαγνητικού υλικού πάνω στο οποίο βρίσκονται πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Ο μ.δ. αποτελεί στους περισσότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές το βασικό μέσο μόνιμης, ή σχεδόν… … Dictionary of Greek
βλαστικός δίσκος — Μέρος του αβγού των ζώων με δισκοειδή κυτταρική διαίρεση. Περιέχει έναν πυρήνα και είναι ελεύθερος από τη λέκιθο. Κατά τη διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης, ο β.δ. μετασχηματίζεται σε μια στιβάδα κυττάρων (βλαστόδερμα), που περιβάλλει τη λέκιθο … Dictionary of Greek
δίσκω — δίσκος quoit masc nom/voc/acc dual δίσκος quoit masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καδδίσκος — δίσκος , δίσκος quoit masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκε — δίσκος quoit masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκοι — δίσκος quoit masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκοιο — δίσκος quoit masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκοις — δίσκος quoit masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)