-
1 δίπλωμα
δίπλωμαanything double: neut nom /voc /acc sg -
2 δίπλωμα
A anything double: hence of the parallel streams of the 'milky way', Arist.Mete. 346a24; of 'doubled' position of foetus at birth, Sor.2.60, Philum. ap.Aët.16.23.II folded paper: hence, letter of recommendation, esp. passport, Cic.Att.10.17.4, Fam.6.12.3; later, order enabling a traveller to use the public post, Plu.Galb.8, OGI665.25 (Egypt, i A. D.), etc.; receipt for payment of licences or taxes, PAmh.2.92 (ii A. D.), etc.III double pot for boiling unguents, etc., Dsc.2.77, Crito ap.Gal.13.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίπλωμα
-
3 δίπλωμα
diplomaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δίπλωμα
-
4 διπλώματα
δίπλωμαanything double: neut nom /voc /acc pl -
5 διπλώματι
δίπλωμαanything double: neut dat sg -
6 διπλώματος
δίπλωμαanything double: neut gen sg -
7 διπλόος
Aδιπλέη Hdt.3.42
codd., but διπλήν or- ῆν Id.5.90
, διπλάς or- ᾶς Id.3.28
: [var] contr. always in Trag., exc.διπλόοι A.Fr.39
: (cf. ἁπλόος):—twofold, double, prop. of cloaks and articles of dress, χλαῖνα διπλῆ, = δίπλαξ or διπλοΐς, Il.10.134, Od.19.226; ὅθι.. διπλόος ἤντετο θώρηξ where the cuirass met [the buckle] so as to be double, Il.4.133; τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν having folded it double, Apollod.Car.4: generally,καλύβη διπλῆ διαφράγματι Th.1.133
;διπλόος θάνατος Hdt.6.104
; παῖσον διπλῆν (sc. πληγήν) S.El. 1415;δ. οἰκίδιον
of two stories,Lys.
1.9; διπλῆ ἄκανθα spine bent double by age, E.El. 492; διπλῆ <ῥάχις> X.Eq.1.11;σύμβολον δ.
executed in duplicate,PHib.
1.29 (iii B. C.).2 διπλῇ χερὶ θανεῖν by mutual slaughter, S.Ant.14.4 of fevers in which two paroxysms took place in a given time, δ. ἀμφημερινός, τριταῖος, Gal.7.472, 9.677.5 δ. ἰσότης, = διπλοϊσότης (q. v.), Dioph.p.98T., etc.6 δ. ἄνδρας· τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα, Hsch.II as [comp] Comp., twice as much, large, etc., ; ; δ. ἢ .. twice as much as.. (v. διπλῇ): c. gen., Id.Ti. 35b; διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον .. Lex ap.D.23.28; διπλῷ, = διπλῇ, Pl.Lg. 722b.IV double, doubtful,οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89
;διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους λέξεις Ph.1.302
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλόος
-
8 διπλῆ
-
9 ἐπαναδίπλωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναδίπλωμα
См. также в других словарях:
δίπλωμα — anything double neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το 1. το τσάκισμα: Το δίπλωμα των ρούχων πρέπει να είναι προσεκτικό. 2. έγγραφο, πτυχίο ολοκλήρωσης κύκλου σπουδών: Έχει δίπλωμα οδήγησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλώματα — δίπλωμα anything double neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλώματι — δίπλωμα anything double neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλώματος — δίπλωμα anything double neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cyprus College — Established 1961 Type Private College Students 3,500 … Wikipedia
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο … Dictionary of Greek
διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να … Dictionary of Greek