-
1 δέρνω
[дэрно] р. бить, ударять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δέρνω
-
2 бить
-
3 избивать
-
4 избить
изобью, изобьшь, προστκ. избей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избитый, βρ: -бит, -а, -о ρ.σ.μ.1. δέρνω,, χτυπώ•избить до полу-смрти δέρνω μέχρι αναισθησίας.
2. παλ. εξοντώνω, ξεκάνω, αφανίζω•ворвавшись в город завоеватели -ли всё население поголовно σαν εισόρμησαν στην πόλη οι καταχτητές, αφάνισαν όλον τον πληθυσμό.
3. βλάφτω, χαλνώ, αχρηστεύω•-ли-всю дорогу телегами χάλασαν όλο το δρόμο με τα κάρα.
1. χτυπιέμαι, μωλωπίζομαι•падая с лестницы, он весь -ился πέφτοντας αυτός από τη σκάλ.α καταχτυπήθηκε.
2. βλάφτομαι,χαλνώ, αχρηστεύομαι. -
5 отлупить
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. (απλ.).1. ξεφλουδίζω ξετσοφλίζω.2. δέρνω, τις βρέχω, ξυλοκοπώ•здорово отлупить δέρνω γερά.
ξεφλουδίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
6 бить
битьнесов1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:\бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):\бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:\бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;5. (убивать скот) σφάζω;6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:\бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;9. (побеждать) νικώ:\бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός. -
7 всыпать
всыпатьнесов, всыпать сов1. χύνω, ρίχνω μέσα/ γεμίζω (наполнять):\всыпать зерно́ в мешо́к χύνω τό σιτάρι στό σακκί·2. разг (отколотить) ξυλοκοπώ, δέρνω, τίς βρέχω κάποιου. -
8 выдрать
выдратьсов1. см. выдирать·2. разг (высечь) μαστιγώνω, χτυπῶ, δέρνω:\выдрать за уши τραβῶ τ'αὐτιά, τοῦ τρίβω τ'αὐτιά. -
9 драть
дратьнесов разг1. (рвать) (ξε)σκί-ζω:\драть обувь σκίζω τά παπούτσια·2. (отделять, снимать) ξεφλουδίζω, γδέρνω:\драть лыко ξεφλουδίζω· \драть крупу́ ξεφλουδίζω μπληγοῦρι· \драть шкуру с овцы γδέρνω τό πρόβατο·3. (сечь, пороть):\драть розгами δέρνω (или χτυπῶ) μέ τή βέργα· \драть за волосы τραβώ τά μαλλιά· \драть за уши στρίβω (или τραβώ) τά αὐτιά·4. (дорого брать) γδέρνω:\драть втридорога γδέρνω (τόν πελάτη)·5. (раздражать, царапать):бритва дерет τό ξυράφι γδέρνει· вино дерет горло τό κρασί ἐρεθίζει τό λαρύγγι· ◊ \драть го́рло (громко кричать) разг ξεφωνίζω, ξελαρυγγίζο-μαι· \драть нос (важничать) разг κορδώ-νομαι, σηκώνω τή μύτη μου· мороз дерет по коже ἀνατριχιάζω, μέ πιάνει ἀνατριχίλα. -
10 дубиика
дуби́и||каж τό ραβδί[ον], ἡ μαγκούρα:резиновая \дубиикака τό κλομπ· избивать \дубиикакой ξυλοκοπώ, δέρνω μέ μαγκούρα. -
11 запарывать
запарыватьнесов (убивать) δέρνω μέχρι θανάτου. -
12 избивать
изби||ватьнесов ξυλοκοπώ, δέρνω ἀνηλεώς, χτυπώ:\избивать до полусмерти σκοτώνω στό ξύλο, ἀφήνω ἀναίσθητο ἀπ' τό ξύλο. -
13 исколотить
исколотитьсов разг δέρνω, ξυλοκοπώ. -
14 исполосовать
исполосоватьсов разг1. (изрезать) κατακόβω, κατακομματιάζω, χωρίζω εἰς λωρίδας:\исполосовать саблей σπαθίζω, τραυματίζω διά τῆς σπάθης·2. (избить) δέρνω. -
15 лупить
лупить I1 несов (бить) разг δέρνω, ξυλοκοπώ.лупить IIнесов (обдирать шелуху) ξεφλουδίζω, ἀπολεπίζω. -
16 масло
масл||ос1. (растительное, минеральное) τό λάδι, τό ἔλαιον:оливковое \масло τό ληόλαδο, τό ἐλαιόλαδο· подсолнечное \масло τό σπορέλαιο[ν]· пальмовое \масло τό φοινι-κόλαδο, τό φοινικέλαιον миндальное \масло τό ἀμυγδαλόλαδο, τό ἀμυγδέλαιο[ν]· ореховое \масло τό καρυδέλαιο[ν]· розовое \масло τό ροδέλαιο[ν]· машинное \масло τό λαδί τής μηχανής, τό μηχανέλαιο, τό γράσο· эфирные \маслоа αἰθέρια ἐλαία·2. (коровье) τό βούτυρο[ν]:сливочное \масло τό φρέσκο βούτυρο· сбивать \масло κτυπώ (или δέρνω) τό γάλα· топленое \масло τό λυωμένο (или тб μαγειρικό) βούτυρο·3. жив. τό λάδι:писать \маслоом ἐλαιογραφώ, ζωγραφίζω μέ λάδι· картина, написанная \маслоом ἡ ἐλαιογραφία (или ὁ πίνακας) ζωγραφισμένος μέ λάδι, τό λάδι· ◊ подливать \маслоλ в огонь разг χύνω λάδι στή φωτιά· кататься как сыр в \маслое разг περνώ ζωή καί κότα, περνώ κοτσάνι· все идет как по \маслоу разг ἡ δουλειά πάει καλά, ἡ δουλειά πάει φίνα. -
17 намять
намятьсов:\намять кому́-л. бока разг δέρνω ἄσχημα κάποιον, σπάζω τά πλευρά κάποιου. -
18 осыпать
осыпатьнесов, осыпать сов1. ραίνω, σπέρνω, πασπαλίζω, (ἐπι)πάσσω / καλύπτω, σκεπάζω (покрывать):\осыпать цветами ραίνω μέ ἄνθη· \осыпать ударами δέρνω (или ξυλοφορτώνω) κάποιον2. перен γεμίζω, φορτώνω:\осыпать· похвалами γεμίζω μέ ἐπαίνους· \осыпать подарками γεμίζω (или φορτώνω) μέ δῶρα· \осыпать упреками βάζω πόστα κάποιον \осыпать насмешками παίρνω κάποιον στό ψηλό· \осыпать бранью λούζω μέ βρισιές. -
19 отколотить
отколотитьсов разг1. (доску и т. п.) ξεκαρφώνω·2. (избить) ξυλοκοπώ, δέρνω. -
20 пороть
пороть Iнесов (сечь) разг δέρνω, μαστιγώνω.пороть IIнесов (распарывать) ξηλώνω ◊ \пороть вздор разг λέγω ἀνοησίες· \пороть горячку разг κά(μ)να> κάτι πολύ βιαστικά.
См. также в других словарях:
δέρνω — δέρνω, έδειρα βλ. πίν. 120 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
δέρνω — έδειρα, δάρθηκα, δαρμένος 1. ξυλοκοπώ, χτυπώ, βαρώ: Έδειρε τη γυναίκα του μέχρι αναισθησίας. 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ: Τις χώρες του τρίτου κόσμου τις δέρνει ή φτώχεια και οι ασθένειες. 3. χτυπιέμαι από πολύ μεγάλη λύπη και απελπισία, θρηνώ: Κλαίει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χερικώνω — δέρνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλοδέρνομαι — δέρνω κάποιον, αλλά συγχρόνως δέρνομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δέρνω (ομαι)] … Dictionary of Greek
καταδέρνω — δέρνω πολύ κάποιον … Dictionary of Greek
ξυλοφορτώνω — δέρνω κάποιον αλύπητα, ξυλοκοπώ … Dictionary of Greek
θυροδέρνω — χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλο δέρνω, παρα δέρνω] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia