Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γυμνώνω

  • 1 γυμνώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) обнажать, оголять; 2) раздевать; 3) перен. раздевать, обирать, грабить; 4) мор. расснащать;

    γυμνώνομαι [-οδμαι] — раздеваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γυμνώνω

  • 2 γυμνώνω

    [гимноно] ρ. обнажать, раздевать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γυμνώνω

  • 3 γυμνώνω

    [гимноно] ρ обнажать, раздевать.

    Эллино-русский словарь > γυμνώνω

  • 4 γυμνώνω

    strip

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γυμνώνω

  • 5 обнажить

    -жу, -жшдь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнаженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω•

    обнажить грудь ξεγυμνώνω το στήθος•

    обнажить ребнка ξεντύνω το παιδάκι•

    обнажить голову αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο.

    2. (για φυτά) στερώ του φυλλώματος.
    3. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω•

    обнажить корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέντρου.

    || μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα.
    4. ξιφουλκώ, ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος• ξεθηκαρώνω;
    5. μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστάτευτο εκθέτω σε κίνδυνο•

    обнажить фланг αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.

    1. (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι• ξεντύνομαι.
    2. (για φυτά) στερούμαι του φυλλώματος.
    3. (για τόπο) στερούμαι φυτών.
    4. φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα.
    5. μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος• εκτίθεμαι σε κίνδυνο•

    фронт -лся το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο.

    Большой русско-греческий словарь > обнажить

  • 6 оголить

    -лго, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оголенный, βρ: -лен, -лена, -лею
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• (εκ) γυμνώνω, (ζε)γυμνώνω•

    -грудь ξεγυμνώνω το στήθος•

    ветер -ил деревья ο άνεμος γύμνωσε τα δέντρα•

    оголить провод γυμνώνω το καλώδιο (αφαιρώ τη μόνωση).

    2. ξε-θηκιάζω.
    3. αποκαλύπτω, αφήνω απροστάτευτο•

    - фланг (στρατ.) αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.

    απογυμνώνομαι, (ξε)γυμνώνομαι κλπ. ρ., ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > оголить

  • 7 обнажать

    обнажать, обнажить ( απο) γυμνώνω, ξεγυμνώνω
    * * *
    = обнажить
    (απο)γυμνώνω, ξεγυμνώνω

    Русско-греческий словарь > обнажать

  • 8 обнажать

    обнаж||ать
    несов
    1. (ἀπο)γυμνώνω, ξεγυμνώνω:
    \обнажать голову βγάζω τό καπέλλο μου, μένω ἀσκεπής· ветер \обнажатьйл деревья ὁ ἄνεμος ξεγύμνωσε τά δένδρα·
    2. (делать видимым, доступным) ἀποκαλύπτω, ἀφήνω ἀκάλυπτο:
    \обнажать саблю ξεσπαθώνω, τραβώ τό σπαθί μου· \обнажать нерв ἀποκαλύπτω τό νεΰρο[ν]· \обнажать фланги воен. ἀφήνω ἀκάλυπτα τά πλευρά·
    3. перен φανερώνω, ἀποκαλύπτω, βγάζω στά φανερά:
    \обнажать противоречия ἀποκαλύπτω τίς ἀντιθέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > обнажать

  • 9 bare

    [beə] 1. adjective
    1) (uncovered or naked: bare skin; bare floors.) γυμνός
    2) (empty: bare shelves.) άδειος
    3) (of trees etc, without leaves.) αποψιλωμένος
    4) (worn thin: The carpet is a bit bare.) τριμμένος, φθαρμένος
    5) (basic; essential: the bare necessities of life.) στοιχειώδης
    2. verb
    (to uncover: The dog bared its teeth in anger.) (ξε)γυμνώνω, φανερώνω
    - bareness
    - bareback
    - barefaced
    - barefooted
    - barefoot
    - bareheaded

    English-Greek dictionary > bare

  • 10 strip

    1) γδύνομαι
    2) γδύνω
    3) γυμνώνω
    4) εκδύω

    English-Greek new dictionary > strip

См. также в других словарях:

  • γυμνώνω — γυμνώνω, γύμνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γυμνώνω — (AM γυμνῶ), όω, Μ και γυμνώνω) [γυμνός] Ι. 1. αφαιρώ το ένδυμα ή τα ενδύματα κάποιου, γδύνω* 2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη 3. αφαιρώ από κάποιον κάτι, ληστεύω II. μεσ. γυμνώνομαι (AM γυμνοῡμαι) 1. γδύνομαι 2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από… …   Dictionary of Greek

  • γυμνώνω — γύμνωσα, γυμνώθηκα, γυμνωμένος 1. βγάζω τα ρούχα, γδύνω, ξεντύνω: Τη γύμνωσαν και τη χτύπησαν μέχρι θανάτου. 2. κατακλέβω, απογυμνώνω: Οι κλέφτες γύμνωσαν το κατάστημά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γδύνω — Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω 2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τόν απογυμνώνω 3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά 4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ τη θήκη II. γδύνομαι βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω… …   Dictionary of Greek

  • ξεμπρατσώνω — 1. γυμνώνω τα μπράτσα κάποιου 2. (συν. το μέσ.) ξεμπρατσώνομαι α) γυμνώνω τα μπράτσα μου, τους βραχίονες μου, ξεμανικώνομαι β) επιχειρώ να κάνω κάτι με αποφασιστικότητα, ανασκουμπώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(έ) * + μπράτσο] …   Dictionary of Greek

  • αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… …   Dictionary of Greek

  • αποψωλώ — ἀποψωλῶ ( έω) (Α) [ψωλός] 1. γυμνώνω τη βάλανο του ανδρικού οργάνου 2. (μτχ.) ἀπεψωλημένος ασελγής, ακόλαστος …   Dictionary of Greek

  • γυμνωτής — ο (θηλ. γυμνώτρα, η) [γυμνώνω] 1. αυτός που γδύνει 2. αυτός που ληστεύει …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • γυμνώ — βλ. γυμνώνω …   Dictionary of Greek

  • γύμνωμα — το [γυμνώνω] η γύμνωση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»