-
1 манёвр
-а α.1. ελιγμός, μανούβρα•стратегический манёвр στρατηγικός ελιγμός•
тактический манёвр τακτικός ελιγμός•
обходный манёвр ελιγμός υπερφαλάγγισης.
|| πλθ. -ы, -ов.γυμνάσια•большие -ы μεγάλα γυμνάσια•
военные -ы τα. στρατιωτικά γυμνάσια•
морские -ы ναυτικά γυμνάσια.
|| πλθ. -ы, -ов ελιγμοί σιδηροδρομικής κίνησης.2. τέχνασμα•опасный манёвр επικίνδυνο τέχνασμα.
3. ελιγμός πλοίου ή αεροπλάνου. -
2 манёвры
-
3 учение
-я ουδ.1. μάθηση• σπουδή, μελέτη• μαθήτευση, μαθητεία•учение уроков η μελέτη των μαθημάτων•
время -я μαθητικά ή φοιτητικά χρόνια•
кончить учение τελειώνω τη μάθηση ή τις σπουδές (αποφοιτώ).
|| πλθ. -я (στρατ.) ασκήσεις• γυμνάσια•военные -я στρατιωτικά γυμνάσια•
идти на -я πηγαίνω ασκήσεις.
2. διδασκαλία•учение стоиков η διδασκαλία των στωικών•
христианское учение η χριστιανική διδασκαλία•
учение древнегреческих материалистов η διδασκαλίατων αρχαίων Ελλήνων υλιστών.
-
4 маневр
маневрм1. воен.Ь ἐλιγμός, ἡ κίνηση / τό στρατήγημα (военная хитрость):обходный \маневр ἡ ὑπερφαλάγγιση [-ις]·2. перен τό τέχνασμα, ἡ μανούβρα:опасный \маневр» ἡ ἐπικίνδυνη μανούβρα· удач· ый \маневр τό πετυχημένο τέχνασμα· 3.:\маневры воен. τά γυμνάσια/ ж.-д. οἱ μανούβρες. -
5 муштра
муштр||аж τά ἐξαντλητικά στρατιωτικά γυμνάσια. -
6 учение
учени||ес1. ἡ ἐκπαίδευση [-ις], οἱ σπουδές, τά μαθήματα, ἡ μελέτη/ ἡ μαθήτευση [-ις], ἡ μαθητεία (ремеслу):\учение ему́ дается легко́ τά παίρνει εὔκολα τά γράμματα· годы \учениея τά σχολικά χρόνια· быть в \учениеи μαθαίνω, μαθητεύω· кончить \учение а) ἀποφοιτώ, τελειώνω τίς σπουδές, б) τελειώνω τή μαθήτευση (ремеслу)·2. воен. οἱ ἀσκήσεις, τά γυμνάσια:строевое \учение οἱ ἀσκήσεις πυκνής τάξεως· тактическое \учение οἱ ἀσκήσεις τακτικής·3. (преподавание) ἡ διδασκαλία·4. (наука, теория) ἡ διδασκαλία, ἡ θεωρία:\учение о природе ἡ διδασκαλία γιά τή φύση.
См. также в других словарях:
γυμνασία — γυμνασίᾱ , γυμνασία right to use fem nom/voc/acc dual γυμνασίᾱ , γυμνασία right to use fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασία — γυμνασία, η (AM) άσκηση, εξάσκηση αρχ. 1. δικαίωμα για χρησιμοποίηση τού γυμνασίου 2. στρατιωτική άσκηση 3. αγώνας 4. μάθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. εργασία < εργάζομαι)] … Dictionary of Greek
γυμνασίᾳ — γυμνασίαι , γυμνασία right to use fem nom/voc pl γυμνασίᾱͅ , γυμνασία right to use fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσια — γυμνάσιον bodily exercises neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίας — γυμνασίᾱς , γυμνασία right to use fem acc pl γυμνασίᾱς , γυμνασία right to use fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίαι — γυμνασία right to use fem nom/voc pl γυμνασίᾱͅ , γυμνασία right to use fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίαν — γυμνασίᾱν , γυμνασία right to use fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιῶν — γυμνασία right to use fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίαις — γυμνασία right to use fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίη — γυμνασία right to use fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασίην — γυμνασία right to use fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)