Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γυμνάσια

  • 1 манёвр

    α.
    1. ελιγμός, μανούβρα•

    стратегический манёвр στρατηγικός ελιγμός•

    тактический манёвр τακτικός ελιγμός•

    обходный манёвр ελιγμός υπερφαλάγγισης.

    || πλθ. -ы, -ов.γυμνάσια•

    большие -ы μεγάλα γυμνάσια•

    военные -ы τα. στρατιωτικά γυμνάσια•

    морские -ы ναυτικά γυμνάσια.

    || πλθ. -ы, -ов ελιγμοί σιδηροδρομικής κίνησης.
    2. τέχνασμα•

    опасный манёвр επικίνδυνο τέχνασμα.

    3. ελιγμός πλοίου ή αεροπλάνου.

    Большой русско-греческий словарь > манёвр

  • 2 манёвры

    манёвры м мн. το. γυμνάσια
    * * *
    м мн.
    τα γυμνάσια

    Русско-греческий словарь > манёвры

  • 3 учение

    ουδ.
    1. μάθηση• σπουδή, μελέτη• μαθήτευση, μαθητεία•

    учение уроков η μελέτη των μαθημάτων•

    время -я μαθητικά ή φοιτητικά χρόνια•

    кончить учение τελειώνω τη μάθηση ή τις σπουδές (αποφοιτώ).

    || πλθ. -я (στρατ.) ασκήσεις• γυμνάσια•

    военные -я στρατιωτικά γυμνάσια•

    идти на -я πηγαίνω ασκήσεις.

    2. διδασκαλία•

    учение стоиков η διδασκαλία των στωικών•

    христианское учение η χριστιανική διδασκαλία•

    учение древнегреческих материалистов η διδασκαλίατων αρχαίων Ελλήνων υλιστών.

    Большой русско-греческий словарь > учение

  • 4 маневр

    маневр
    м
    1. воен.Ь ἐλιγμός, ἡ κίνηση / τό στρατήγημα (военная хитрость):
    обходный \маневр ἡ ὑπερφαλάγγιση [-ις]·
    2. перен τό τέχνασμα, ἡ μανούβρα:
    опасный \маневр» ἡ ἐπικίνδυνη μανούβρα· удач· ый \маневр τό πετυχημένο τέχνασμα· 3.:
    \маневры воен. τά γυμνάσια/ ж.-д. οἱ μανούβρες.

    Русско-новогреческий словарь > маневр

  • 5 муштра

    муштр||а
    ж τά ἐξαντλητικά στρατιωτικά γυμνάσια.

    Русско-новогреческий словарь > муштра

  • 6 учение

    учени||е
    с
    1. ἡ ἐκπαίδευση [-ις], οἱ σπουδές, τά μαθήματα, ἡ μελέτη/ ἡ μαθήτευση [-ις], ἡ μαθητεία (ремеслу):
    \учение ему́ дается легко́ τά παίρνει εὔκολα τά γράμματα· годы \учениея τά σχολικά χρόνια· быть в \учениеи μαθαίνω, μαθητεύω· кончить \учение а) ἀποφοιτώ, τελειώνω τίς σπουδές, б) τελειώνω τή μαθήτευση (ремеслу)·
    2. воен. οἱ ἀσκήσεις, τά γυμνάσια:
    строевое \учение οἱ ἀσκήσεις πυκνής τάξεως· тактическое \учение οἱ ἀσκήσεις τακτικής·
    3. (преподавание) ἡ διδασκαλία·
    4. (наука, теория) ἡ διδασκαλία, ἡ θεωρία:
    \учение о природе ἡ διδασκαλία γιά τή φύση.

    Русско-новогреческий словарь > учение

См. также в других словарях:

  • γυμνασία — γυμνασίᾱ , γυμνασία right to use fem nom/voc/acc dual γυμνασίᾱ , γυμνασία right to use fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασία — γυμνασία, η (AM) άσκηση, εξάσκηση αρχ. 1. δικαίωμα για χρησιμοποίηση τού γυμνασίου 2. στρατιωτική άσκηση 3. αγώνας 4. μάθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. εργασία < εργάζομαι)] …   Dictionary of Greek

  • γυμνασίᾳ — γυμνασίαι , γυμνασία right to use fem nom/voc pl γυμνασίᾱͅ , γυμνασία right to use fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάσια — γυμνάσιον bodily exercises neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίας — γυμνασίᾱς , γυμνασία right to use fem acc pl γυμνασίᾱς , γυμνασία right to use fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίαι — γυμνασία right to use fem nom/voc pl γυμνασίᾱͅ , γυμνασία right to use fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίαν — γυμνασίᾱν , γυμνασία right to use fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιῶν — γυμνασία right to use fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίαις — γυμνασία right to use fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίη — γυμνασία right to use fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίην — γυμνασία right to use fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»