-
1 γυλλός
γυλλόςblock of stone: masc nom sg -
2 γυλλός
γυλλός, ὁ, -
3 γυλλός
Grammatical information: m.Meaning: meaning unclear, `block of stone' (Milete VI-Va) carried in a procession for Apollo (Nisson, Gr. Rel. 1,189); κύβος, η τετράγωνος λίθος H.; γυλλοί στολμοί H. (Latte: corrupt).Derivatives: γύλλινα ἐρείσματα, γεῖσοι H. On γυλλάς εἶδος ποτηρίου, παρὰ Μακεδόσιν, γύλλιον ἀγγεῖον πλεκτόν H. s.s.v. γυλιός.Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,332Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γυλλός
-
4 γυλλοί
γυλλόςblock of stone: masc nom /voc pl -
5 στέφω
Aἔστεφον Il.18.205
, A.Th.50;στέφον Hes.Op.75
: [tense] fut.στέψω S.Aj.93
, E.Tr. 576 (anap.): [tense] aor. :—[voice] Med., [tense] fut.στέψομαι Ath.15.676d
: [tense] aor.ἐστεψάμην AP9.363.3
(Mel.), D.H.Rh.1.6, etc., ([etym.] ἐπ-) Il. 1.470:—[voice] Pass., [tense] fut.στεφθήσομαι Gal.Protr.13
: [tense] aor. (lyr.): [tense] pf. , Pl.Phd. 58a, etc.; [dialect] Ion. [tense] pf. part.ἐστεθμένος Schwyzer 725
(Milet., vi B.C.), cf. στέθματα.—στεφανόω is more freq., esp. in Prose:— put round,ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Il.18.205
;ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Od.8.170
; μνημεῖα πρὸς ἅρμ' Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον hung them round it, A.Th. 50; λάφυρα δαΐων.. ἁγνοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν ib. 279:—[voice] Med., put round one's head,ποίην AP9.363
(Mel.); σκόροδα prob. in Ath.15.676d;κύκλους ἐλαίης Orph.A. 325
;ἰούλους Anacreont.42.10
.II encircle, crown, wreath,τινὰ ἄνθεσι Hes.Op.75
;σε παγχρύσοις λαφύροις S.Aj.93
;κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις E.Alc. 759
; ;κάρα κισσῷ E.Ba. 341
;σ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Pl.Phd. 58c
;νεκρόν Lyc.799
;στήλην Call.Epigr.8
, cf. AP7.657 (Leon.); ὁ στρατηγὸς ἔστεψέν [τινα] εἰς γυμνασίαρχ[ον] Wilcken Chr. 41 ii 8 (iii A.D.):— [voice] Med., στέφου κάρα crown thy head, E.Ba. 313;ἀμφὶ δὲ φύλλοις στεψάμενοι A.R.1.1124
;βάκχοισιν κεφαλὰς περιανθέσιν ἐστέψαντο Nic.Fr. 130
:—[voice] Pass., to be crowned, A.Supp. 345; τινι with a thing, Id.Eu.44; τινος Nonn.D.5.282: with acc. of the games in which the prize is won,στεφθεὶς παγκράτιον CIG4380m10
([place name] Oenoanda);ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Luc.Merc.Cond.13
; ποσσάκις ἐστέφθης δρόμον; IG14.1603 ([place name] Rome); στεφθεὶς στάδιν ( = στάδιον) ib.1108 (ibid.); of a magistracy,στεφέσθω Ἀχιλλεὺς κοσμητείαν PRyl.77.34
(ii A.D.):— [voice] Med.,Ἴσθμια καλλικόμοις στεψάμενον πίτυσιν Orph.Fr. 290
;στεψάμενοι σταδίοις APl.5.371
.2 wreathe a bowl or cup with leaves, Alex.119.6, cf. Ar.Fr. 380;γυλλὸς ἐστεμμένος SIG57.26
(Milet., v B.C.); γυλλοὶ ἐστεθμένοι Schwyzer l.c.3 crown or honour with libations, χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν ς. S.Ant. 431;τύμβον λοιβαῖσι.. στέψαντες Id.El.53
; ὅπως.. αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ib. 458, cf. E.Or. 1322.III [voice] Pass., στέφανον τὸν ἐκ τῆς βύβλου στεφόμενον twined of papyrus, Ath.15.676d codd.:—[voice] Act., στέφουσα, title of a statue by Praxiteles, v.l. for στεφανοῦσα in Plin. HN34.70. (τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Arist.Fr. 101
(arguing from Hom.); cf. ἐπιστέφω, ἐπιστεφής; the orig. sense and etym. are doubtful.)
См. также в других словарях:
γυλλός — γυλλός, ο (Α) πλάκα, συνήθως μαρμάρινη, για επένδυση τοίχων ή επίστρωση δαπέδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γυλλός απαντά σε επιγραφές τής Μιλήτου και δηλώνει τις ιερές πέτρες που μεταφέρθηκαν σε μια πομπή προς τιμήν τού Απόλλωνος. Η ετυμολ. τής λέξεως είναι… … Dictionary of Greek
γυλλός — block of stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυλλοί — γυλλός block of stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύαλος — ο (Α) κύβος, τετράγωνη πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλος < γυαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Κατ άλλους, ο τ. γύαλος από λανθασμένη γραφή τού τ. γυλλός*, η οποία προήλθε από σύγχυση τού α και τού λ ] … Dictionary of Greek
gēu-, gǝu-, gū- (*sgēu-) — gēu , gǝu , gū (*sgēu ) English meaning: to bend, curl; a kind of vessel Deutsche Übersetzung: “biegen, krũmmen, wolben” Note: Root gēu , gǝu , gū : to bend, curl; a kind of vessel probably derived from Root (s)keu 2, (s)keu̯ǝ :… … Proto-Indo-European etymological dictionary