-
61 разрыв
-а α.1. διακοπή, κόψιμο•разрыв дипломатических отношений διακοπή διπλωματικών σχέσεων.
2. κοπή, κόψιμο. || ρήγμα, ρήξη• διάσπαση, σπάσιμο• ρήγμα•разрыв линии фронта σπάσιμο της γραμμής του μετώπου.
3. έκρηξη, σκάσιμο.4. μτφ. διάσταση, αντίθεση.εκφρ.—трава – μαγικό χορτάρι που μπορεί (δήθεν) να ανοίξει οποιαδήποτε κλειδωνιά. -
62 разъезд
-а α.1. (για πολλούς)• αναχώρηση (προς διάφορες κατευθύνσεις).2. περιοδεία• συχνή μετακίνηση. || πλθ. -ы ταξίδια, περιηγήσεις.3. (στρατ.) έφιππη περίπολος ή ανιχνευτικό τμήμα.4. σημείο διακλάδωσης σιδηροδρομικής γραμμής. -
63 разъездной
επ.1. περιβδεύων•разъездной агитатор περιοδεύων διαφωτιστής.
2. ουσ. α. ο περιοδεύων.3. μεταφορικός•-ая подвода μεταφορική αλογάμαξα•
-ые деньги χρήματα ταξιδιωτικά.
4. ττΐς διακλάδωσης (σιδηρ.γραμμής). -
64 растянутость
-и θ.έκταση•растянутость линии обороны έκταση της αμυντικής γραμμής.
-
65 строчечный
επ.της ζώνης, της γραμμής. -
66 ширококолейный
См. также в других словарях:
γραμμῆς — γραμμή stroke fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
όδευση — η (Α ὅδευσις) [οδεύω] 1. πορεία, οδοιπορία 2. διέλευση νεοελλ. 1. (σε περιόδους πολέμου ή πολιορκίας) α) πορεία διά μέσου οδευμάτων β) διάνοιξη οδεύμα τος 2. μέθοδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας για τον προσδιορισμό τών γεωγραφικών… … Dictionary of Greek
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κιριμπάτι — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κιριμπάτι Έκταση: 811 τ. χλμ. Πληθυσμός: 96.335 (2002) Πρωτεύουσα: Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Η βρετανική αποικία των νησιών Γκίλμπερτ, όπως ονομαζόταν κατά την αποικιακή περίοδο,… … Dictionary of Greek