-
1 γραδάρω
-
2 γραδώνω
см. γραδάρω
См. также в других словарях:
γραδάρω — [γράδο] μετρώ την πυκνότητα ή τη θερμοκρασία υγρού με το γράδο … Dictionary of Greek
γραδάρω — γραδάρισα, γραδαρισμένος, μετρώ την πυκνότητα ενός υγρού με το γράδο: Γραδάρισα το οινόπνευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραδώνω — 1. γραδάρω 2. ανοίγω αυλάκια στο κάτω μέρος βαρελιού ή βεδούρας για να στερεωθεί ο πάτος … Dictionary of Greek