Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γραδάρω

См. также в других словарях:

  • γραδάρω — [γράδο] μετρώ την πυκνότητα ή τη θερμοκρασία υγρού με το γράδο …   Dictionary of Greek

  • γραδάρω — γραδάρισα, γραδαρισμένος, μετρώ την πυκνότητα ενός υγρού με το γράδο: Γραδάρισα το οινόπνευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραδώνω — 1. γραδάρω 2. ανοίγω αυλάκια στο κάτω μέρος βαρελιού ή βεδούρας για να στερεωθεί ο πάτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»