Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γουνόομαι

См. также в других словарях:

  • γουνούμεθα — γουνόομαι pres ind mp 1st pl γουνόομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνούμεσθα — γουνόομαι pres ind mp 1st pl γουνόομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνουμένῳ — γουνόομαι pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνοῦμαι — γουνόομαι pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνοῦσθαι — γουνόομαι pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνοῦται — γουνόομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνοῦτο — γουνόομαι imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνούμεναι — γουνόομαι pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνούμενοι — γουνόομαι pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνούμενος — γουνόομαι pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουνούμην — γουνόομαι imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»