Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γοργοπόδαρος

См. также в других словарях:

  • γοργοπόδαρος — η, ο αυτός που τρέχει γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • γοργοπόδαρος — η, ο αυτός που τρέχει γρήγορα, ο γρήγορος, ο γοργογόνατος: Δεν κατάφερα να πιάσω το γοργοπόδαρο λαγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αελλόπος — ἀελλόπος ( ποδός), ο, η ομηρικός τύπος αντί ἀελλόπους (όπως ἀρτίπος, οἰδίπος κ.λπ.) (Α) αυτός που είναι γρήγορος στα πόδια σαν τη θύελλα, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + πούς ο σχηματισμός σε πος κατά την αιτ. πόδα, πρβλ. μτγν. τ.… …   Dictionary of Greek

  • ακαμαντόπους — ἀκαμαντόπους ( οδος), ουν (Α) αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς «ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + πούς] …   Dictionary of Greek

  • δρομάρης — ο γοργοπόδαρος, δρομέας …   Dictionary of Greek

  • δρομαίος — α, ο (AM δρομαῑος α, ον και ος, ον) τρεχάτος («έφυγε δρομαίος») νεοελλ. 1. γοργοπόδαρος, ο ικανός να τρέχει 2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δρομαίος ονομασία τού πτηνού εμού τής οικογένειας δρομαιίδες αρχ. 1. (επίθ. τού Απόλλωνος) ο προστάτης τών αγώνων …   Dictionary of Greek

  • δρομερός — ή, ό δρομέας, γοργοπόδαρος …   Dictionary of Greek

  • δρομικός — ή, ό (AM δρομικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δρόμο, στο τρέξιμο («δρομικό αγώνισμα») 2. ο ικανός στο τρέξιμο, γοργοπόδαρος («δρομικός σκύλος») νεοελλ. φρ. α) «δρομικός λίθος ή πλίνθος» αυτός που κατά την οικοδόμηση τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • ελαφοπόδαρος — η, ο 1. (για άνθρ.) γοργοπόδαρος 2. (για ουδ. ως ουσ.) το ελαφοπόδαρο το πόδι τού ελαφιού …   Dictionary of Greek

  • ελαφρόπους — ἐλαφρόπους, ο, η (Α) αυτός που έχει ελαφριά πόδια, ο γοργοπόδαρος …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»