-
1 γονυκροτος
См. также в других словарях:
γονύκροτος — γονύκροτος, ον (Α) 1. εκείνος τού οποίου τα γόνατα συγκρούονται ή πλησιάζουν πολύ κατά το βάδισμα, ο βλαισός 2. δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κροτος < κρότος (πρβλ. ιππόκροτος, χαλκόκροτος)] … Dictionary of Greek
γονύκροτος — knocking the knees together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονύκροτον — γονύκροτος knocking the knees together masc/fem acc sg γονύκροτος knocking the knees together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονυκροτώτερα — γονύκροτος knocking the knees together neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονυκρότους — γονύκροτος knocking the knees together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονύκροτα — γονύκροτος knocking the knees together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονύκροτοι — γονύκροτος knocking the knees together masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek