-
1 γονυ-αλγής
γονυ-αλγής, ές, an Knieschmerz leidend, Hippocr.
-
2 γονυαλγής
См. также в других словарях:
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
καρδιαλγής — ές (Α καρδιαλγής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός 2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος αρχ. αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + αλγής (< ἄλγος),… … Dictionary of Greek
κεφαλαλγής — κεφαλαλγής, ές (Α) 1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυ αλγής, οσφυ αλγής] … Dictionary of Greek
λυπαλγής — λυπαλγής, ές (Μ) αυτός που αισθάνεται πόνο, άλγος από λύπη, θλιμμένος, λυπημένος βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ αλγής, οσφυ αλγής] … Dictionary of Greek
γονυαλγής — γονυαλγής, ές (Α) αυτός που έχει πόνο στα γόνατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + αλγής < άλγος (πρβλ. δυσαλγής, κεφαλαλγής, οσφυαλγής)] … Dictionary of Greek