Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γνῶναί

  • 1 γνώναι

    γιγνώσκω
    come to know: aor inf act

    Morphologia Graeca > γνώναι

  • 2 γνῶναι

    γιγνώσκω
    come to know: aor inf act

    Morphologia Graeca > γνῶναι

  • 3 γινώσκω

    γῑνώσκω (γινώσκομεν, -οντι; γινώσκοντα): fut. med. pro act. γνώσομαι: impf. γίνωσκε, -ον: aor. ἔγνω, ἔγνον; γνῶθι; γνούς, γνόντα; γνῶναι: pf. ἔγνωκας, -εν: pass. γινώσκομαι)
    1 know, recognize
    a recognize (visually)

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86

    τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός (byz.: ἔγνων) P. 4.120
    b recognize (facts)

    καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν P. 3.31

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν understand P. 4.263 εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος τὸν καιρόν) P. 4.287

    τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288

    φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός understand fr. 188.
    c recognize, give recognition to

    ἀδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι O. 6.97

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν O. 7.83

    τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.3

    Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν' ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν P. 3.114

    d know, recognize c. part. “ γίνωσκε δ' ἐπειγομένουςP. 4.34 ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι (Ahrens: ἔγνων codd.) P. 9.79 pass.

    γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23

    e know, recognize followed by indirect question.

    ὄτρυνον ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν O. 6.89

    cf. P. 3.60

    Lexicon to Pindar > γινώσκω

  • 4 γιγνώσκω

    γιγνώσκω, [dialect] Dor. (Epich.9, Pi.O.6.97), [dialect] Aeol., [dialect] Ion., and after Arist. [full] γινώσκω, but γιγνώσκω in early [dialect] Att. Inscrr., as IG12.127.19 ([etym.] κατα-), etc.: [tense] fut.
    A

    γνώσομαι Il.23.497

    , etc., [dialect] Dor. [ per.] 3sg.

    γνωσεῖται Call.Lav. Pall.123

    ( γνώσω is f.l. in Hp.Steril.215); Cret. form ἀνα-γνώοντι dub. in GDI 5075 (for [tense] aor. 1, v. ἀναγιγνώσκω): [tense] pf.

    ἔγνωκα Pi.P.4.287

    , etc.: [tense] aor. 2

    ἔγνων Il.13.72

    , etc., [dialect] Ep. dual

    γνώτην Od.21.36

    , [dialect] Dor. [ per.] 3pl.

    ἔγνον Pi.P.4.120

    ; imper.

    γνῶθι Epich.[264]

    , etc.; subj.

    γνῶ, γνῷς, γνῷ Il.1.411

    , etc., [dialect] Ep. also

    γνώω, γνώομεν Od.16.304

    ,

    γνώωσι Il.23.610

    ; opt.

    γνοίην Il.18.125

    , etc.; pl.

    γνοῖμεν Pl.Alc.1.129a

    ; inf.

    γνῶναι Od.13.312

    , etc., [dialect] Ep.

    γνώμεναι Il.21.266

    ; part.

    γνούς S.El. 731

    , etc.:—[voice] Med., [tense] aor. 1

    γνώσασθαι Man.2.51

    :—[voice] Pass., [tense] fut.

    γνωσθήσομαι Ar.Nu. 918

    , Th.1.124, etc.: [tense] aor.

    ἐγνώσθην A.Supp. 7

    (lyr.), E.El. 852, Th.2.65: [tense] pf.

    ἔγνωσμαι E.HF 1287

    , Th.3.38:— come to know, perceive, and in past tenses, know, c. acc., Il.12.272, etc.; as dist. fr. οἶδα know by reflection, γιγνώσκω, = know by observation,

    γνόντες δὲ εἰδότας περιορᾶν Th.1.69

    ;

    ἐγὼ δ' οἶδ' ὅτι γιγνώσκετε τοῦτον ἅπαντες D.18.276

    ; χαλεπόν ἐστι τὸ γνῶναι εἰ οἶδεν ἢ μή it is hard to perceive whether one knows or not, Arist.AP0.76a26; discern, distinguish, recognize,

    ὄφρ' εὖ γιγνώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα Il. 5.128

    ; ἀσπίδι γιγνώσκων by his shield, ib. 182; ironically, εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται he will learn him to his cost, 18.270;

    νῦν ἔγνων τὸν Ἔρωτα Theoc.3.15

    : sts. c. gen., γνώτην ἀλλήλων were aware of.., Od.21.36, cf. 23.109.
    2 folld. by relat. clauses, γιγνώσκω δ' ὡς .. I perceive that.., 21.209;

    ἔγνως ὡς θεός εἰμι Il.22.10

    ;

    ἔγνωκας ὡς οὐδὲν λέγεις Ar.Nu. 1095

    ; γ. ὅτι .. Heraclit. 108, A.Pr. 104, 379, etc.; ἵν' εἰδῆτε ὑμεῖς καὶ γνῶτε ὅτι .. D.21.143;

    γνώμεναι εἴ μιν.. φοβέουσι Il.21.266

    ;

    γ. τί πέπονθε πάθος Pl.Phlb. 60d

    : c. acc. and relat. clause,

    Τυδείδην δ' οὐκ ἂν γνοίης, ποτέροισι μετείη Il.5.85

    ;

    γ. θεοὺς οἵτινές εἰσι Heraclit.5

    ;

    Σωκράτην γ. οἷος ἦν X.Mem.4.8.11

    ; τοὺς Πέρσας γ. ὅτι .. Id.Cyr.2.1.11; also

    ἀλλοτρίας γῆς γ. ὅτι δύναται φέρειν Id.Oec.16.3

    : c. part., ἔγνων μιν.. οἰωνὸν ἐόντα perceived that he was.., Od.15.532;

    γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν Th.1.25

    ;

    ἔγνωκα.. ἠπατημένη S.Aj. 807

    ; ἔγνων ἡττημένος I felt that I was beaten, Ar.Eq. 658;

    χρυσῷ πάττων μ' οὐ γιγνώσκεις Id.Nu. 912

    , cf. Antipho 5.33, X.Cyr. 7.2.17: c. gen., ὡς γνῶ χωομένοιο when he was aware of.., Il.4.357, cf. Pl.Ap. 27a: c. inf.,

    ἵνα γνῷ τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχεστέραν S. Ant. 1089

    : c. acc. et inf., recognize that.., Th.1.43, etc.; take a thing to mean that.., Hdt.1.78: c. dupl. acc., perceive or know another to be..,

    οἵους γνώσεσθε τοὺς ἀνθρώπους X.An.1.7.4

    : abs., ὁ γιγνώσκων the perceiver, opp. τὰ γιγνωσκόμενα the objects perceived, Pl.R. 508e; also ὁ γ. one who knows, a prudent person, ib. 347d:—[voice] Pass., εἰ γνωσθεῖεν ᾧ .. if it were known of them in what.., Id.Prt. 342b.
    II form a judgement, think,

    ταὐτά Hdt.9.2

    ;

    τἀναντία τούτοις γ. X. HG2.3.38

    ;

    οὕτω γ. Id.An.6.1.19

    ;

    τὰ δίκαια γ. Lys.22.2

    ; ἃ γιγνώσκω λέγειν ( = τὴν γνώμην λ.) D.4.1;

    περὶ τῆς βοηθείας ταῦτα γιγνώσκω Id.1.19

    ; τοῦτο γιγνώσκων, ὅτι .. Men.572, cf. 648;

    ὡς ἐμοῦ ἀγωνιουμένου οὕτω γίγνωσκε X.Cyr.2.3.15

    : abs., αὐτὸς γνώσῃ see thou to that, Pl.Grg. 505c; esp. in dialogue, ἔγνων I understand, S.Aj. 36; ἔγνως you are right, Id.Tr. 1221, E.Andr. 883; ἔγνωκας; Lat. tenes? Nausicr.1.5; judge, determine, decree that.., c. acc. et inf., Hdt.1.74, 6.85, Isoc.17.16: c. inf., determine to.., And.1.107:— [voice] Pass., to be pronounced, of a sentence or judgement, Th.3.36;

    παρανόμως γνωσθεῖσα δίαιτα D.33.33

    , cf. 59.47;

    κρίσις ἐγνωσμένη ὑπό τινος Isoc.6.30

    .
    2 [voice] Pass., of persons, to be judged guilty, A.Supp.7;

    γνωσθέντα ζημιοῦσιν οἱ νόμοι Arist.Rh.Al. 1431b30

    ;

    τεθνάτω ἐὰν γνωσθῇ, ἐὰν δὲ φυγὴ γνωσθῇ, φευγέτω IG12.10.29

    .
    3 [tense] pf. [voice] Pass. with act. sense, ὡμολόγηκεν ὑμᾶς ὑπάρχειν ἐγνωσμένους are determined, D. 18.228 (sed leg. ἡμᾶς).
    III know carnally, Men.558.5, Heraclid. Pol.64, LXX Ge.4.1, al., Ev.Matt.1.25, Plu.Galb.9, etc.
    IV γ. χάριν, = εἰδέναι χάριν, D.C.39.9.
    B causal, make known, celebrate,

    γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον Pi.O.13.3

    acc. to Sch. ad loc., v. dub. (Root γνω-, cf. Skt. jānāmi, jñātas, Lat. gnosco, gnotus, etc.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγνώσκω

  • 5 ἱκανός

    ἱκᾰν-ός [ῐ], ή, όν, ([etym.] ἱκνέομαι)
    A sufficing, becoming, befitting; prose Adj., used two or three times by Trag. (v. infr.):
    I of persons, sufficient, competent to do a thing, c. inf., Hdt.3.45, Antipho 1.15, etc.; ἱ. τεκμηριῶσαι sufficient to prove a point, Th.1.9;

    -ώτατος [εἰπεῖν] καὶ γνῶναι Lys.2.42

    ; τίς σοῦ -ώτερος πεῖσαι; X.Cyr.1.4.12; ἱ. ζημιοῦν with sufficient power to punish, Id.Lac.8.4;

    ἱ. βοηθεῖν Pl. Phdr. 277a

    , cf. R. 365a;

    ἱ. ὥστε γνῶναι Id.Lg. 875a

    , cf. Phdr. 258b;

    ἱ. κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Plb.25.3.6

    , al.: c. acc. rei, ἀνὴρ γνώμην ἱ. a man of sufficient prudence, Hdt.3.4; ἱ. τὴν ἰατρικήν sufficiently versed in medicine, X.Cyr.1.6.15: c. dat. rei,

    ἱ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Pl.R. 467d

    ;

    οἱ τοῖς χρήμασιν -ώτατοι X.Eq.2.1

    : c. dat. pers., a match for, equivalent to,

    εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱ. ἰδιώταις Pl.Prt. 322c

    , cf. Tht. 169a: abs.,

    ἱ. Ἁπόλλων S.OT 377

    ;

    οἱ -ώτατοι τῶν πολιτῶν Isoc. 12.132

    ;

    κριτὴς -ώτερος Id.10.38

    ;

    ἱ. σοφιστής Pl.Ly. 204a

    ; αὐληταὶ ἱ. ὡς πρὸς ἰδιώτας very tolerable in comparison with.., Id.Prt. 327c;

    γυνὴ ἱ. μέν, ἄγροικος δέ Luc.DDeor.20.3

    ; ὁ Ἱ. the Almighty, LXXRu. 1.21.
    2 in bad sense, capable,

    ἱ. εἶ λαλῶν κατακόψαι πάντα Men.Sam.69

    .
    II of things, in amount, sufficient, adequate,

    τὰ ἀρκοῦνθ' ἱ. τοῖς γε σώφροσιν E.Ph. 554

    ;

    ἱ. τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys. 1047

    ; ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται they have had successes enough, Th.7.77; ἱ. εἴς, ἐπί, πρός τι, X.Hier.4.9, Pl.R. 371e, Prt. 322b; [

    πρόβατα] ἱ. ἐς φορβήν Hdt.4.121

    ; of size, large enough,

    οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἁττικῆς Th.1.2

    ; οὐδ' ἦν ἱκανά σοι.. μέλαθρα.. ἐγκαθυβρίζειν not large enough to riot in, E.Tr. 996;

    χώρα ἱ. τρέφειν τοὺς τότε Pl.R. 373d

    , al.; of number or magnitude, considerable,

    λῦπαι Antipho 2.2.2

    ; μέρος τῶν ὄντων ib.2.1.6, etc.; of Time, considerable, long,

    ἱ. χρόνον Ar. Pax 354

    (lyr.);

    ἱ. χρόνος τινὶ ἐπιλαθέσθαι Lys.3.10

    ;

    ἱκανόν ἐστί τινι Damox.1.1

    : with personal constr.,

    ἔφη ἱκανὸς αὐτὸς ἀτυχῶν εἶναι Is.2.7

    .
    2 sufficient, satisfactory,

    ἱ. μαρτυρίαν παρέχεσθαι Pl.Smp. 179b

    ;

    ἱ. λόγῳ ἀποδεῖξαι Id.Hp.Mi. 369c

    ; τὸ ἱ. λαμβάνειν to take security or bail, Act.Ap.17.9, OGI629.100 (Palmyra, ii A.D.); τὸ ἱ. ποιεῖν give security, Plb.32.3.13, D.L.4.50, Just.Nov.86.4 (but simply, satisfy,

    τῷ ὄχλῳ Ev.Marc.15.15

    );

    ἱ. δοῦναι PSI6.554.23

    (iii B.C.), POxy.294.23 (i A.D.); ἐφ' ἱκανόν,= ἱκανῶς, Plb.11.25.1, D.S.11.40.
    III Adv. - νῶς sufficiently, adequately, Th.6.92, etc.; λαγόνες λαπαραὶ ἱ. X.Cyn.5.30, cf. Arist.Phgn. 807b26;

    ἱ. εἴρηται περί τινος Id.EN 1096a3

    , al.; later, considerably, amply, Philostr.VA3.6, VS1.8.3, Ant.Lib.7.7; fully,

    μιᾶς ὥρας ἱ. παρελθούσης Ptol.Alm.4.6

    .
    b excessively, οὔτε γὰρ ἱ. ὑγρόν ἐστι not too moist, Gal.6.765, cf. 767,768;

    ἱ. βλαβερά Id.Vict.Att.8

    ; παχὺ ἱ. αἷμα ibid.
    2 ἱ. ἔχειν to be sufficient, Th.1.91, etc.; ἱ. ἐχέτω let this be enough, Pl.Sph. 245e;

    ἱ. ἔχει πρός τι Id.R. 430c

    , cf. X.Cyr.6.3.22;

    περί τινος Pl.R. 402a

    ; ἱ. ἔχειν τινί to be sufficiently supplied with.., Id.Grg. 493c;

    ἱ. ἔχειν τοῦ βάθους Id.Tht. 194d

    ;

    ἐπιστήμης Id.Phlb. 62a

    ;

    ἱ. πεφυκέναι πρὸς τἆλλα Id.Chrm. 158b

    : abs., Antipho 2.1.1: [comp] Sup.

    - ωτάτως Hp. de Arte12

    ;

    - ώτατα Pl.Phlb. 67a

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱκανός

  • 6 γινώσκω

    γινώσκω (in the form γιγνώσκω [s. below] since Homer; γιν. in Attic ins in Meisterhans3-Schw. index, from 325 B.C.; in pap fr. 277 B.C. [Mayser 165]; likew. LXX, pseudepigr., Philo, Joseph., apolog.) impf. ἐγίνωσκον; fut. γνώσομαι; 2 aor. ἔγνων, impv. γνῶθι, γνώτω, subj. 1 sg. γνῶ and 3 sg. γνῶ (γνοῖ Mk 5:43; 9:30; Lk 19:15; Hm 4, 1, 5; B-D-F §95, 2; W-S. §13, 22; Mlt-H. 83; Rob. 1214); 2 sg. γνώσῃς (TestAbr A 8 p. 86, 5 [Stone p. 20]); opt. 1 sg. γνῴην; 3 sg. γνοίη Job 23:3, 5; inf. γνῶναι, ptc. γνούς; pf. ἔγνωκα, 3 pl. ἔγνωκαν J 17:7 (W-S. §13, 15 n. 15); plpf. ἐγνώκειν. Pass.: 1 fut. γνωσθήσομαι; 1 aor. ἐγνώσθην; pf. ἔγνωσμαι. (On the spellings γινώσκειν and γιγνώσκειν s. W-S. §5, 31; B-D-F §34, 4; Mlt-H. 108.) This verb is variously nuanced in contexts relating to familiarity acquired through experience or association with pers. or thing.
    to arrive at a knowledge of someone or someth., know, know about, make acquaintance of
    w. acc. of thing: mysteries (Wsd 2:22; En 104:12) Mt 13:11; Mk 4:11 v.l.; Lk 8:10; will of the Master (Just., D. 123, 4) 12:47f; that which brings peace 19:42; truth (Jos., Ant. 13, 291) J 8:32; times Ac 1:7; sin Ro 7:7; affection 2 Cor 2:4; spirit of truth J 14:17; way of righteousness 2 Pt 2:21 P72; God’s glory 1 Cl 61:1.—Abs. γνόντες (Is 26:11) when they had ascertained it Mk 6:38; ἐκ μέρους γ. know fragmentarily, only in part 1 Cor 13:9, 12.—W. prep. γ. τι ἔκ τινος (X., Cyr. 1, 6, 45; Jos., Vi. 364) know a thing by someth. (Diod S 17, 101, 6): a tree by its fruit Mt 12:33; Lk 6:44; 1J 4:6; γ. τι ἔν τινι (Sir 4:24; 26:9) 1J 4:2. Also γ. τι κατά τι (Gen 15:8): κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; by what (= how) shall I know this? Lk 1:18.
    w. personal obj. (Plut., Mor. 69c ἄνδρα τοιοῦτον οὐκ ἔγνωμεν; Did., Gen. 45, 24 evil powers): God (Ael. Aristid. 52, 2 K.=28 p. 551 D.: γ. τὸν θεόν; Herm. Wr. 1, 3; 10, 19a; Sallust. 18, 3 p. 34, 9 θεούς; 1 Km 2:10; 3:7; 1 Ch 28:9; 3 Macc 7:6; PsSol 2:31; Da 11:32 Theod.; Philo, Ebr. 45; Ar. 15, 3; Just., D. 14, 12; Orig., C. Cels. 6, 66, 26f) J 14:7ab; 17:3, 25; Ro 1:21; Gal 4:9; 1J 2:3, 13; 3:1, 6; 4:6ff; 5:20 (for 1J s. M-EBoismard, RB 56, ’49, 365–91); PtK 2. Jesus Christ J 14:7; 17:3; 2 Cor 5:16 ( even though we have known Christ [irrealis, ‘contrary to fact’, is also prob.=even if we had known; cp. Gal 5:11], we now no longer know him; on this pass. s. κατά B7a; σάρξ 5); 1J 2:3f (Just., D. 28, 3). τινὰ ἔν τινι someone by someth. (Ps 47:4; Sir 11:28; TestNapht 3:4) Lk 24:35.
    w. ὅτι foll. (BGU 824, 8; Philo, Det. Pot. Ins. 22) Mt 25:24; J 6:69; 7:26; 8:52; 14:20, 31; 17:7f, 25; 19:4. W. ὅθεν preceding by this one knows (EpJer 22) 1J 2:18. ἐν τούτῳ (Gen 42:33; Ex 7:17; Josh 3:10 al.) J 13:35; 1J 2:3, 5; 4:13; 5:2. W. combination of two constr. ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι μένει ἐν ἡμῖν, ἐκ τοῦ πνεύματος by this we know that (Jesus Christ) remains in us, namely by the spirit 3:24; cp. 4:13. W. an indir. question foll. (1 Km 14:38: 25:17; 2 Km 18:29; Ps 38:5) Mt 12:7; J 7:51. W. combination of two questions (double interrogative) ἵνα γνοῖ τίς τί διεπραγματεύσατο that he might know what each one had gained in his dealings Lk 19:15.
    to acquire information through some means, learn (of), ascertain, find out
    w. acc. as obj. (1 Km 21:3; 1 Ch 21:2; 4 Macc 4:4) τοῦτο (1 Km 20:3) Mk 5:43. τὰ γενόμενα what has happened Lk 24:18. τὸ ἀσφαλές Ac 21:34; 22:30. τὰ περὶ ἡμῶν our situation Col 4:8; your faith 1 Th 3:5. Pass. become known to someone w. or without dat. of the pers. who is informed: of secret things Mt 10:26; Lk 8:17; 12:2. Of plots Ac 9:24 (cp. 1 Macc 6:3; 7:3, 30 al.).
    w. ὅτι foll. (PGiss 11, 4 [118 A.D.] γεινώσκειν σε θέλω ὅτι; 1 Esdr 2:17; Ruth 3:14) J 4:1; 5:6; 12:9; Ac 24:11 v.l.
    abs. (1 Km 14:29; 3 Km 1:11; Tob 8:12 al.) μηδεὶς γινωσκέτω nobody is to know of this Mt 9:30. ἵνα τις γνοῖ that anyone should obtain knowledge of it Mk 9:30.
    γ. ἀπό τινος ascertain fr. someone 15:45.
    to grasp the significance or meaning of someth., understand, comprehend
    w. acc. foll. (Sir 1:6; 18:28; Wsd 5:7 v.l.; 9:13; Bar 3:9 al.; Just., A I, 63, 5; D. 68, 1 σκληροκάρδιοι πρὸς τὸ γνῶναι νοῦν … τοῦ θεοῦ): parables Mk 4:13; what was said Lk 18:34; (w. ἀναγινώσκειν in wordplay) Ac 8:30. ταῦτα J 3:10; 12:16; what one says J 8:43; God’s wisdom 1 Cor 2:8; the nature of God vs. 11; the nature of the divine spirit vs. 14; the love of Christ Eph 3:19 (s. γνῶσις 1); God’s ways Hb 3:10 (Ps 94:10); τὸν νόμον know the law J 7:49; Ro 7:1 (here perh.=have the law at one’s fingertips, cp. Menand., Sicyonius 138f, τῶν τοὺς νόμους εἰδότων; Just., D. 123, 2). πῶς οὖν [ταῦτα γιγν]ώ̣σκομεν; how then shall we know these things? Ox 1081, 25f (=SJCh 90, 1f), as read by Till p. 220 app.
    abs. Mt 24:39.
    w. ὅτι foll. (Wsd 10:12; EpJer 64; 1 Macc 6:13; 7:42; 2 Macc 7:28 al.) Mt 21:45; 24:32; Mk 12:12; 13:28f; Lk 21:30f; J 4:53; 8:27f; 2 Cor 13:6; Js 2:20.
    w. indir. question foll. (Job 19:29) J 10:6; 13:12, 28.
    to be aware of someth., perceive, notice, realize
    w. acc.: their wickedness Mt 22:18; γ. δύναμιν ἐξεληλυθυῖαν that power had gone out Lk 8:46 (on the constr. w. the ptc. cp. PHamb 27, 13 [III B.C.]; BGU 1078 [I A.D.] γίνωσκε ἡγεμόνα εἰσεληλυθότα; POxy 1118, 7; Jos., Ant. 17, 342; Just., D. 39, 2 al.).
    abs. (Ex 22:9; 1 Km 26:12) Mt 16:8; 26:10; Mk 7:24; 8:17.
    w. ὅτι foll. (Gen 3:7; 8:11; 1 Macc 1:5 al.): ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται she felt in her body that she was healed Mk 5:29; cp. 15:10; J 6:15; 16:19; Ac 23:6.
    to have sexual intercourse with, have sex/marital relations with, euphemistic ext. of 1 (Menand., Fgm. 558, 5 Kock; Heraclid. Lembus, Pol. 64 [Aristot., Fgm. ed. VRose 1886, 383]; oft. in Plut. and other later authors, and LXX [Anz 306]) w. acc., said of a man as agent (Gen 4:1, 17; 1 Km 1:19; Jdth 16:22; ApcMos 4; Did., Gen. 143, 9) Mt 1:25 (in connection w. the topic of 1:25f see Plut., Mor. 717e; Olympiodorus, Vi. Plat. 1 [Westermann, 1850]: φάσμα Ἀπολλωνιακὸν συνεγένετο τῇ μητρὶ αὐτοῦ τῇ Περικτιόνῃ καὶ ἐν νυκτὶ φανὲν τῷ Ἀρίστωνι ἐκέλευσεν αὐτῷ μὴ μιγνύναι τῇ Περικτιόνῃ μέχρι τ. χρόνου τῆς ἀποτέξεως. Ὁ δʼ οὕτω πεποίηκεν: ‘an apparition of Apollo had relations with [Plato’s] mother Perictione, and in a nocturnal appearance to Ariston [Plato’s father] ordered him not to have intercourse w. P. until the time of her parturition. So he acted accordingly.’—The legend of Plato’s birth is traceable to Plato’s nephew Speusippus [Diog. L. 3:2; Jerome, Adv. Iovin. 1, 42]); of a woman (Judg 11:39; 21:12; Theodor. Prodr. 9, 486 H.) Lk 1:34 (DHaugg, D. erste bibl. Marienwort ’38; FGrant, JBL 59, ’40, 19f; HSahlin, D. Messias u. d. Gottesvolk, ’45, 117–20).
    to have come to the knowledge of, have come to know, know (Nägeli 40 w. exx.)
    w. acc.
    α. of thing (Bar 3:20, 23; Jdth 8:29; Bel 35; Just., D. 110, 1 καὶ τοῦτο γ.): τὴν ποσότητα 1 Cl 35:3; hearts (Ps 43:22) Lk 16:15; will Ro 2:18; truth (Just., D. 139, 5; Tat. 13, 1) 2J 1; 2 Cor 5:21; grace 8:9; πάντα (2 Km 14:20; Just., D. 127, 2) 1J 3:20. τὶ 1 Cor 8:2a. W. object clause preceding: ὸ̔ κατεργάζομαι οὐ γ. what I am accomplishing I really do not know Ro 7:15 (here γ. almost=desire, want, decide [Polyb. 5, 82, 1; Plut., Lycurg. 41[3, 9] ἔγνω φυγεῖν; Appian, Syr. 5 §18; Arrian, Anab. 2, 21, 8; 2, 25, 8; Paradox. Vat. 46 Keller ὅ τι ἂν γνῶσιν αἱ γυναῖκες; Jos., Ant. 1, 195; 14, 352; 16, 331]; mngs. 3 understand and 7 recognize are also prob.). W. attraction of the relative ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γ. at an hour unknown to him Mt 24:50; Lk 12:46. W. acc. and ptc. (on the constr. s. 4a above) τὴν πόλιν νεωκόρον οὖσαν that the city is guardian of the temple Ac 19:35.
    β. of pers. know someone (Tob 5:2; 7:4; Is 1:3) J 1:48; 2:24; 10:14f, 27; Ac 19:15; 2 Ti 2:19 (Num 16:5); Ox 1 recto, 14 (GTh 31). W. acc. and ptc. (s. α above, end and e.g. Just., A I, 19, 6) Hb 13:23.
    w. acc. and inf. (Da 4:17; Just., D. 130, 2 al.) Hb 10:34.
    w. ὅτι foll. (Sir 23:19; Bar 2:30; Tob 3:14) J 21:17; Ac 20:34; Phil 1:12; Js 1:3; 2 Pt 1:20; 3:3; γ. τοὺς διαλογισμοὺς ὅτι εἰσὶν μάταιοι he knows that the thoughts are vain 1 Cor 3:20 (Ps 93:11).—Oft. γινώσκετε, ὅτι you may be quite sure that Mt 24:33, 43; Mk 13:28f; Lk 10:11; 12:39; 21:31; J 15:18; 1J 2:29 (cp. UPZ 62, 32 [161 B.C.] γίνωσκε σαφῶς ὅτι πρός σε οὐ μὴ ἐπέλθω; 70, 14; 3 Macc 7:9; Judg 4:9; Job 36:5; Pr 24:12). In τοῦτο ἴστε γινώσκοντες, ὅτι Eph 5:5 the question is whether the two verbs are to be separated or not. In the latter case, one could point to Sym. Jer 49:22 ἴστε γινώσκοντες and 1 Km 20:3.
    w. indir. question (Gen 21:26; 1 Km 22:3; Eccl 11:5; 2 Macc 14:32; Just., A I, 63, 3 τί πατὴρ καὶ τί υἱός) Lk 7:39; 10:22; J 2:25; 11:57.
    w. adv. modifier γ. Ἑλληνιστί understand Greek Ac 21:37 (cp. X., Cyr. 7, 5; 31 ἐπίστασθαι Συριστί).
    abs. (Gen 4:9; 18:21; 4 Km 2:3; Sir 32:8) Lk 2:43. τί ἐγὼ γινώσκω; how should I know? Hs 9, 9, 1.
    to indicate that one does know, acknowledge, recognize as that which one is or claims to be τινά (Plut., Ages. 597 [3, 1]; Jos., Ant. 5, 112) οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς I have never recognized you Mt 7:23; cp. J 1:10. ἐὰν γνωσθῇ πλέον τ. ἐπισκόπου if he receives more recognition than the supervisor (bishop) IPol 5:2. Of God as subject recognize someone as belonging to God, choose, almost= elect (Am 3:2; Hos 12:1; SibOr 5, 330) 1 Cor 8:3; Gal 4:9. In these pass. the γ. of God directed toward human beings is conceived of as the basis of and condition for their coming to know God; cp. the language of the Pythagoreans in HSchenkl, Wiener Studien 8, 1886 p. 265, no. 9 βούλει γνωσθῆναι θεοῖς• ἀγνοήθητι μάλιστα ἀνθρώποις; p. 277 no. 92 σοφὸς ἄνθρωπος κ. θεὸν σεβόμενος γινώσκεται ὑπὸ τ. θεοῦ; Porphyr., ad Marcellam 13 σοφὸς ἄνθρωπος γινώσκεται ὑπὸ θεοῦ; Herm. Wr. 1, 31 θεός, ὸ̔ς γνωσθῆναι βούλεται καὶ γινώσκεται τοῖς ἰδίοις; 10, 15 οὐ γὰρ ἀγνοεῖ τὸν ἄνθρωπον ὁ θεός, ἀλλὰ καὶ πάνυ γνωρίζει καὶ θέλει γνωρίζεσθαι. S. Rtzst., Mysterienrel.3 299f; Ltzm. on 1 Cor 8:3; RAC XI 446–659.—On the whole word: BSnell, D. Ausdrücke für die Begriffe des Wissens in d. vorplatonischen Philosophie 1924; EBaumann, ידע u. seine Derivate: ZAW 28, 1908, 22ff; 110ff; WBousset, Gnosis: Pauly-W. VII 1912, 1503ff; Rtzst., Mysterienrel.3 66–70; 284–308; PThomson, ‘Know’ in the NT: Exp. 9th ser. III, 1925, 379–82; AFridrichsen, Gnosis (Paul): ELehmann Festschr. 1927, 85–109; RPope, Faith and Knowledge in Pauline and Johannine Thought: ET 41, 1930, 421–27; RBultmann, TW I ’33, 688–715; HJonas, Gnosis u. spätantiker Geist I ’34; 2’55; EPrucker, Gnosis Theou ’37; JDupont, La Connaissance religieuse dans les Épîtres de Saint Paul, ’49; LBouyer, Gnosis: Le Sens orthodoxe de l’expression jusqu’aux pères Alexandrins: JTS n.s. 4, ’53, 188–203; WDavies, Knowledge in the Dead Sea Scrolls and Mt 11:25–30: HTR 46, ’53, 113–39; WSchmithals, D. Gnosis in Kor. ’55, 3’69; MMagnusson, Der Begriff ‘Verstehen’ (esp. in Paul), ’55; RCasey, Gnosis, Gnosticism and the NT: CDodd Festschr., ’56, 52–80; IdelaPotterie, οἶδα et γινώσκω (4th Gosp.), Biblica 40, ’59, 709–25; H-JSchoeps, Urgemeinde, Judenchristentum, Gnosis ’56; EKäsemann, Das Wandernde Gottesvolk (Hb)2, ’57; HJonas, The Gnostic Religion, ’58; JDupont, Gnosis, ’60; UWilckens, Weisheit u. Torheit ( 1 Cor 1 and 2) ’59; DGeorgi, Die Gegner des Pls im 2 Cor, ’64; DScholer, Nag Hammadi Bibliography, 1948–69, ’71.—B. 1209f. DELG s.v. γιγνώσκω. EDNT. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > γινώσκω

  • 7 ἀλαθής

    ᾰλᾱθής (-ής, -εῖ, -έα, -ῆ; -έσιν, -έας)
    1 true

    ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28

    αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ O. 2.92

    γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν O. 6.89

    ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ O. 13.98

    Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον P. 11.6

    τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (Boeckh ex Hesych.: ἀγαθὰ σωτῆρας codd.: ὅτι κυκλίσμῷ πάντα ποιοῦσιν. Hesych.) fr. 30. 6. dub., Hesych., s. v. ἀλαθεῖς· οἱ μηδὲν ἐπιλανθανόμενοι ὡς Πίνδαρος. “fort. recte trahitur ad fr. 30. 6.” nott. Snell. fr. 331. frag. ]αι τὸ δἀλαθὲ[ς ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

    Lexicon to Pindar > ἀλαθής

  • 8 ἀρχαῖος

    a ancient, of ancient times

    γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.89

    ἀρχαίῳ σάματι O. 10.24

    ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ τιμάν” ( ἀρχὰν ἀγκομίζων coni. Chaeris) P. 4.106

    ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον N. 1.34

    ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.37

    νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.39

    [ μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀρχαῖον λόγον (codd.: ἀχρεῖον Boeckh, edd. vulg.) fr. 180. 1.] πατρίδ' ἀρχαίαν fr. 215. 6.
    b in ancient times, of old

    πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.17

    τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    Θέμιν Μοῖραι ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 5.

    Lexicon to Pindar > ἀρχαῖος

  • 9 εἰ

    εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.
    1 c. pres. ind.
    a impv. in apodosis.

    εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος ΟἰνομάουO. 1.75

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79

    εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50

    b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58

    εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.83

    εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31

    c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.

    ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50
    d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86

    εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85

    e impf. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    f pres. ind. understood in apodosis.

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43

    g apodosis omitted.

    εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56

    h pres. ind. understood in protasis.
    a ind. pres. in apodosis.

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28

    II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2
    III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.93
    2 c. fut. ind., imperative in apodosis.

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13

    cf. E infra O. 7.1
    3 c. impf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    b κεν c. aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63

    εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    4 c. aor. ind.
    a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13
    b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42
    c impf. ind. in apodosis.

    εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54

    d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.

    τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16

    εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73

    εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43
    e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.55
    5 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.13
    6 c. aor. subj.
    a pres. or pf.-pres. in apodosis.

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    [ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266

    δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-

    θεν N. 9.46

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.
    b aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11

    7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    b κεν c. opt. in apododis.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89

    c fut. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105

    8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108

    καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110

    ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15

    9 c. pf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73

    b pres. opt. in apodosis.

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

    c impv. in apodosis.

    εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22

    [
    10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]
    12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.

    γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69

    D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditional

    εἰ γάρ P. 4.43

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98

    E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. also

    ὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1

    F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ.

    Lexicon to Pindar > εἰ

  • 10 ἔπειτα

    ἔπειτα, ἔπειτεν
    a thereafter, afterwards

    ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων εἶπεν O. 6.15

    ἄλλαι δὲ δὔ ἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι O. 9.86

    ἐς Φᾶσιν δ' ἔπειτεν ἤλυθον P. 4.211

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν Πα. 6. 105. ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2. 61. of strict progression, secondly, next,

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.89

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58

    τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει, καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54

    ἐσσί μοι υἱός. τόνδε δ' ἔπειτα πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρωςN. 10.80

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν N. 10.90

    ἐπέπεσε μοῖρα. τλάντων δ' ἔπειτα Pae. 2.65

    b inferential, then, therefore

    ἄγ' ἔπειτ Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον P. 1.60

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20

    in rhetorical question, “

    ἔπειτα πλούτου πειρῶν μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.46

    Lexicon to Pindar > ἔπειτα

  • 11 ἔπειτεν

    ἔπειτα, ἔπειτεν
    a thereafter, afterwards

    ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων εἶπεν O. 6.15

    ἄλλαι δὲ δὔ ἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι O. 9.86

    ἐς Φᾶσιν δ' ἔπειτεν ἤλυθον P. 4.211

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν Πα. 6. 105. ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2. 61. of strict progression, secondly, next,

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.89

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58

    τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει, καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54

    ἐσσί μοι υἱός. τόνδε δ' ἔπειτα πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρωςN. 10.80

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν N. 10.90

    ἐπέπεσε μοῖρα. τλάντων δ' ἔπειτα Pae. 2.65

    b inferential, then, therefore

    ἄγ' ἔπειτ Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον P. 1.60

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20

    in rhetorical question, “

    ἔπειτα πλούτου πειρῶν μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.46

    Lexicon to Pindar > ἔπειτεν

  • 12 λόγος

    λόγος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) A
    1 reason τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον (ἔχει λόγον. Σ.) I. 8.61 B word, etc.
    1 s.,
    a account, story, report ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι beyond the true version O. 1.28

    ἐθελήσω ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.21

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87

    ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35

    αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68

    σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66

    πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον συγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.132

    πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν (v. l. ὁ λόγος) P. 7.9

    ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς N. 1.34

    ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος· ἐσλὸν αἰνεῖν avec mon dire s'accorde justice la plus stricte Puech. N. 3.29

    ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη, λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν in the telling N. 4.94

    ψευστὰν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα N. 5.29

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. and so, a report about oneself,

    εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13

    b = εὐλογία, praise cf. B. 2. b, infra. ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (τὸν ὕμνον Σ.) O. 10.11

    ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54

    ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21

    τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λό-

    γον τεθνακότων N. 7.32

    καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (τὸν ἐγκωμιαστικὸν λόγον. Σ.) I. 5.27
    c utterance, statement, precept

    ἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.22

    αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ τεκεῖν μή τιν O. 2.92

    οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18

    ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.35

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94

    [cf. λόγῳ, B. 1. a, supra, N. 3.29]

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6

    καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος).

    Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον N. 10.11

    λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα Pae. 4.35

    d prophecy

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    σὲ δἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59

    λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.38

    ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.77

    e converse, speaking

    δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16

    κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3. κυριωτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide: as regards the utterance of wisdom) fr. 260. 7. as opposed to thought, ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισιλόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι fr. 203. 2.
    f sentence

    δικάζει τις, ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.60

    h frag. ]

    λόγον τερπνῶν ἐπέων[ Pae. 14.34

    2 pl.,
    a words

    γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν O. 6.90

    τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι of his request O. 7.68

    ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.101

    εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων,

    ὀρθὰν ἐπίστᾳ P. 3.80

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστεP. 4.116

    μειλιχίοισι λόγοις P. 4.128

    μειλιχίοις τε λόγοις P. 4.240

    λόγοισι θνατῶν εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.16

    τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι N. 5.32

    ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν N. 8.21

    καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων (λόγον Π̆{S}) Πα. 8A. 14. [ θανόντων δὲ καὶ λόγοι φίλοι προδόται ( λόγοι ut glossema del. Bergk) fr. 160.]
    b esp., words, expressions of praise

    ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων O. 1.110

    οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

    μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.48

    παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Pauw: ἀοιδοὶ καὶ λόγιοι codd., Π.) N. 6.30

    θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51

    ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54

    ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17

    εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 3.

    Lexicon to Pindar > λόγος

  • 13 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 14 ὄνειδος

    1 reproach, disgrace

    γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.89

    πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.33

    Lexicon to Pindar > ὄνειδος

  • 15 πρῶτος

    (-ος, -ῳ, -οι, -οις; -α, -ᾳ, -αν; -ον nom., acc.: superl. v. πρώτιστος.)
    a first οἶς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν (v. l. πρῶτον) O. 6.75

    ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν O. 7.42

    ἅμα πρώτοις ἄρξεται καὶ τερτάτοις O. 8.45

    σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ O. 10.58

    ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.33

    βάματι δ' ἐν πρώτῳ ( τριτάτῳ coni. Aristarchus) P. 3.43

    εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.119

    Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ N. 6.18

    ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ earliest N. 9.42 πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κνίσᾳ (sc. Ἑστίαν) N. 11.6

    ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ Pae. 2.76

    τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ she will be the first to follow you upon the way Παρθ. 2. 68. ( βάρβιτος) τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος εὗρεν πρῶτος fr. 125. 2. pro subs., c. gen., τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων the first of prizes P. 1.99
    b adv., (τὸ) πρῶτον,
    a in the first place, at first

    δόμον ἔθεντο πρῶτον, ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον, λαοὶ δ ὀνύμασθεν O. 9.44

    ξείνοις δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι πρῶτονP. 4.31

    σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49

    esp. c.

    μέν, ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.3

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πέδον καὶ fr. 172. 3.
    II for the first time

    ὑπ' Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35

    ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.216

    θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα πρῶτον ἐν Κάδμου πύλαιςP. 8.47τοῦτο αἰδέοντ, ἀμφανδὸν ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶςP. 9.41

    πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον N. 2.4

    ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193.

    Lexicon to Pindar > πρῶτος

  • 16 φεύγω

    φεύγω (φεύγομεν, -οντι; -ων; -ειν: impf. φεῦγε: aor. φᾰγε, -ον; -οι; -ών, -όντα, -όντες; -εῖν: pf. πεφευγότες.)
    1 escape, avoid
    a c. acc.

    τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνὴρ O. 6.6

    γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν P. 2.53

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον (byz.: φεῦγον codd.) P. 5.58

    τρὶς δὴ πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών P. 9.92

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν P. 10.43

    ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα (sc. Ἄδραστος) N. 9.13 θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενονN. 10.83 ]

    φγον ἄνδρα Pae. 12.22

    δει]ματι σχόμεναι φύγον Pae. 20.17

    ]α φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας Δ. 1. 1. βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος (sc. οἱ θεοί) fr. 143. 3.
    b abs., flee

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    c c. acc. cogn. ἔνθ' Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον, παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν (i. e. he outstripped his competitors) P. 9.121
    d fragg. τὸ δὲ φυγεῖν Δ... ]οι φύγον ον[ fr. 140a. 53 (27). ] ν φευγο[ fr. 215b, col. 2. 18.

    Lexicon to Pindar > φεύγω

  • 17 γινώσκω

    + V 84-157-193-182-130=746 Gn 2,17; 3,5.7.22; 4,1
    to come to know, to perceive [ὅτι +ind.] Ex 14,4; to know [τι] Gn 3,5; to recognize [τινα] Hos 9,2; to form a judgement, to think [abs.] 1 Sm 23,23; to acknowledge as true [τινα] Hos 13,4; to know carnally [τινα] Gn 4,1
    οὐχ ὑμῖν γνῶναι is it not your duty to know Mi 3,1
    *Ex 22,9 μηδεὶς γνῷ (nobody) knows-ידע for MT ראה (somebody) sees, see also Nm 11,25, Jgs 2,7; *Ex 29,42 γνωσθήσομαι I shall be known-יודע? for MT אוער I shall meet, see also Ex 30,6.36, Nm 17,19; *1 Sm 10,24 ἔγνωσαν they noticed-ידעו for MT ירעו רוע they shouted; *Is 15,4 γνώσεται shall know-ידע for MT ירעה it shall tremble; *Jer 15,12 εἰ γνωσθήσεται will (iron) be known?-ידע/ה or יודע/ה ידע for MT ירע/ה רעע will (iron) break, see also Prv 13,20; *Hos 12,1 ἔγνω αὐτούς (God) knows them-ידעם for MT עם רד (Judah) roams with (God)?; *Mi 4,9 ἵνα τί ἔγνως κακά why did you have to experience (or know) evil-רע תדעי למה for MT רע תריעי למה why did you cry aloud; *Prv 15,14 γνώσεται (it) shall know-ידע for MT רעה to feed, to pasture, see also Jer 2,16, Hos 9,2
    Cf. HARL 1986a, 113; LE BOULLUEC 1989 303(Ex 29,42); MURAOKA 1990b, 26-27; WEVERS 1990 486(Ex 29,42); →NIDNTT; TWNT
    (→ἀναγινώσκω, ἀπογινώσκω, διαγινώσκω, ἐπιγινώσκω, καταγινώσκω, παρανα-, προγινώσκω, συγ-,,)

    Lust (λαγνεία) > γινώσκω

  • 18 βέβαιος

    βέβαιος, ον (so always in Th., Pl.), also α, ον (v. infr.): ([etym.] βαίνω):—
    A firm, steady,

    κρύσταλλος Th.3.23

    ;

    ὄχημα Pl.Phd. 85d

    ([comp] Comp.); γῆ β. terra firma, Arr.An.2.21.5; steadfast, durable,

    ὁμιλία.. πιστὴ καὶ βέβαιος S.Ph.71

    ;

    ἀρετῆς βέβαιαι.. αἱ κτήσεις μόνης Id.Fr. 194

    ;

    ψῆφος βεβαία E.El. 1263

    ;

    τὴν χάριν βέβαιον ἔχειν Th.1.32

    ;

    οὐδέπω βέβαιος ἦν ἡ σωτηρία And.1.53

    ;

    εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Isoc.4.173

    ;

    φιλία βέβαιος Pl.Smp. 182c

    ;

    βεβαίου τε καὶ καθαρᾶς ἡδονῆς γεύεσθαι Id.R. 586a

    ;

    δόξαι καὶ πίστεις βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς Id.Ti. 37b

    , etc.
    b sure, certain,

    τέκμαρ A.Pr. 456

    ;

    ἄκεα Id.Eu. 506

    (lyr.);

    τοξεύματα S.Ant. 1086

    ; πύλας β. παρέχειν make safe, secure, Th.4.67; βεβαιότερος κίνδυνος a surer game, Id.3.39: [comp] Sup.

    - ότατος Id.1.124

    ; βέβαιόν ἐστί τινι ὅτι .. D.H.3.35; τὰ παρ' ἀνθρώπων αὐτῷ β. ἦν ibid.; but β. παρέχειν τὰν ὠνάν confirm, guarantee, GDI1867, al. (Delph.);

    μένειν κυρίαν καὶ β... συγχώρησιν BGU1058.47

    (i B. C.).
    2 of persons, etc., steadfast, constant,

    φίλος A.Pr. 299

    ([comp] Comp.), cf. Th.5.43, etc.: c. inf., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν more certain to make no change, Th.3.11.
    3 τό β. certainty, Hdt.7.50, cf. Pl.Phlb. 59c, etc.; but τὸ β. τῆς διανοίας firmness, resolution, Th.2.89.
    b security, guarantee,

    τὸ δημόσιον β. IG12.189

    .
    II Adv.

    - ως A.Ag.15

    ;

    β. κλῃστόν Th.2.17

    ;

    β. οἰκεῖσθαι Id.1.2

    ; ἔχειν, γνῶναι, δημοκρατεῖσθαι, D.8.41, 39, 10.4: [comp] Comp.

    -ότερον, οἰκεῖν Th.1.8

    ;

    - οτέρως Isoc.8.60

    , Porph.Abst.1.11: [comp] Sup.

    - ότατα Th.6.91

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βέβαιος

  • 19 γνῶμα

    A mark, token, Hdt.7.52; test, S. Tr. 593; of an ass's teeth, Arist.HA 577b3.
    II opinion, judgement, A. Ag. 1352, E.Heracl. 407.
    III = Lat. groma, Suid.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνῶμα

  • 20 εὔορκος

    A keeping one's oath, faithful to one's oath,

    ἀνδρὸς δ' εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν ἀμείνων Hes.Op. 285

    , cf. 190, Orac. ap. Hdt. 6.86.γ, Ar.Pl.61, X.HG2.4.42, etc.;

    εἴς τινα E.Med. 495

    .
    II of oaths,

    εὔορκα ἀντομωμοκώς Antipho 1.8

    ; [

    διομόσασθαι] εὐορκότερα Id.6.16

    ;

    ψηφίσασθαι Is.2.47

    ;

    γνῶναι D.18.249

    ;

    εὐορκοτ έραν θήσεσθε τὴν ψῆφον Id.29.4

    , cf. 21.24;

    εὐορκοτάτην < τὴν> ψῆφον ἐνεγκεῖν Lycurg. 13

    : [comp] Sup., Lys.19.11; in accordance with one's oath, no breach of oath, εὔορκόν [ἐστι] Foed. ap. Th.5.18, cf. 23,29;

    εὔορκα ταῦθ' ὑμῖν ἐστι D. 21.34

    (v.l. ἔνορκα): so in Adv.,

    τάδ' εὐόρκως ἔχει A.Ch. 979

    ;

    εὐ. θέσθαι τὴν ψῆφον Arist.Rh.Al. 1433a1

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔορκος

См. также в других словарях:

  • γνῶναι — γιγνώσκω come to know aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • познати — ПОЗНА|ТИ (388), Ю, ѤТЬ гл. 1.Познать, постичь: Крѣпъкъ силою зьрѧи вьсего. и очи ѥго на боѧштиихъсѧ ѥго. и тъ познаѥть вьсѧко дѣло чл҃чско. (ἐπιγνώσεται) Изб 1076, 178; Во ньже д҃нь аще призовѹ тѧ. се познахъ ˫ако б҃ъ мои ѥси ты. СбЯр XIII2, 29… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… …   Wikipedia

  • Knowledge by acquaintance — The contrasting expressions knowledge by acquaintance and knowledge by description [Lazerowitz (p.403) prefers direct knowledge and indirect knowledge for knowledge by acquaintance and knowledge by description respectively. The pursuit of… …   Wikipedia

  • Knowledge by description — The contrasting expressions knowledge by description and knowledge by acquaintance were promoted by Bertrand Russell, who was extremely critical of the equivocal nature of the word know , and believed that the equivocation arose from a failure to …   Wikipedia

  • Epistula ad Carpianum — Der Epistula ad Carpianum (Brief an Carpian) ist die traditionelle Bezeichnung eines Briefes, den Eusebius an einen Christen namens Carpianus geschrieben hat und der mitunter im Kanon der Evangelien auftaucht. In diesem Text erklärt Eusebius sein …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Historia (Heródoto) — Saltar a navegación, búsqueda Ruinas de Persépolis. Las Historias o Encuestas de Heródoto de Halicarnaso (484 después del 430 a. C.) es una obra escrita en dialecto jonio …   Wikipedia Español

  • Historias (Heródoto) — Ruinas de Persépolis. Las Historias (en griego antiguo ἱστορίαι historíai aproximaciones, investigaciones ) de Heródoto de Halicarnaso (484–después del 430 a. C.) es una obra escrita en dialecto jonio …   Wikipedia Español

  • DIES — I. DIES Nicanoris, Festum Iudaeorum, de quo infra in voce Iudith. Diespiter, Iuppiter, quasi diei, i. e. lucis pater, uti Macrob. interpretatur. Hostat. l. 1. Carm. od. 34. v. 5. Namque Diespiter Igni corusco nubila dividens. Et idem l. 3. Carm.… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»