Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

γνήσιος

  • 1 чистопробный

    γνήσιος
    καθαρός
    - ое золото το καθαρό/ατόφυο χρυσάφι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чистопробный

  • 2 истинный

    истинный αληθινός, γνήσιος* \истинныйая правда η καθαρή αλήθεια
    * * *
    αληθινός, γνήσιος

    и́стинная пра́вда — η καθαρή αλήθεια

    Русско-греческий словарь > истинный

  • 3 натуральный

    натуральный в рази. знач. φυσικός· γνήσιος (без примеси)' \натуральный шёлк το φυσικό μετάξι· в \натуральныйую величину σε φυσικό μέγεθος
    * * *
    в рази. знач.
    φυσικός; γνήσιος ( без примеси)

    натура́льншёлк — το φυσικό μετάξι

    в натура́льную величину́ — σε φυσικό μέγεθος

    Русско-греческий словарь > натуральный

  • 4 подлинный

    подлинный γνήσιος, πρωτότυπος· αληθινός (действительный)
    * * *
    γνήσιος, πρωτότυπος; αληθινός ( действительный)

    Русско-греческий словарь > подлинный

  • 5 кровный

    επ.
    1. ομαίμονας, όμαιμος, εξ αίματος•

    -ые родственники συγγενείς όμαιμοι•

    брат ομοπάτριος και ομομήτριος αδερφός, Θαλής, αυτάδελφος•

    -ое родство ομαιμοσΰνη, συγγένεια εζ αίματος•

    -ые связи δεσμοί αίματος.

    2. ζωτικός, βασικός•

    кровный интерес ζωτικό συμφέρο.

    3. μτφ. στερεός, αδιάρρηκτος• μόνιμος•

    -ая связь партии с народом αδιάρρηκτος δεσμός του κόμματος με το λαό.

    4. καθαρόαιμος, αμιγούς ράτσας (για άλογα). || γνήσιος•

    кровный грек γνήσιος Ελληνας.

    5. με μόχθο•

    -ые деньги χρήματα (βγαλμένα) με αίμα.

    εκφρ.
    враг – θανάσιμος (άσπονδος) εχθρός•
    - ая вражда – θανάσιμη έχθρα•
    - ая месть – βεντέτα•
    - ая обида – μεγάλη προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > кровный

  • 6 природный

    επ.
    1. φυσικός•

    -ые богатства Греции ο φυσικός πλούτος της Ελλάδας•

    природный газ φυσικό αέριο.

    2. έμφυτος, σύμφυτος, από τη φύση•

    -ые способности έμφυτες ικανότητες.

    3. γνήσιος, καθαρός, πραγματικός•

    природный дворянин γνήσιος ευγενής.

    Большой русско-греческий словарь > природный

  • 7 родной

    επ.
    1. γνήσιος, καθαρός• πραγματικός•

    родной отец πραγματικός πατέρας (όχι πατριός)•

    -ая мать πραγματική μάνα (όχι μητριά)•

    брат γνήσιος (καθ εαυτού) αδερφός.

    || συγγενής.
    2. ουσ. πλθ. -ые οι συγγενείς•

    у него нет -ых αυτός δεν έχει συγγενείς•

    дальние -ые μακρινοί συγγενείς.

    3. της γέννησης•

    родной край, -ая сторона η ιδιαίτερη πατρίδα, η γενέτειρα•

    родной город η γενέτειρα πόλη•

    -ое село το χωριό που γεννήθηκα, χωριό-γενέτειρα.

    4. αγαπητός, ακριβός, προσφιλής• εγκάρδιος• επιστήθιος. || (κλήση, προσφώνηση)• αγαπητέ, καλέ, φίλτατε.
    εκφρ.
    родной язык – μητρική γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > родной

  • 8 настоящий

    (подлинный, истинный, натуральный) γνήσιος
    πραγματικός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > настоящий

  • 9 подлинность

    η αυθεντικότητα, η γνησιότητα
    -ый αυθεντικός, γνήσιος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подлинность

  • 10 правильный

    1. (основанный на правилах) σωστός, ορθός 2. (соответствующий правилам, установленному порядку, требованиям) κανονικός, σωστός 3 (верный, истинный, соответствующий действительности, точный, безошибочный) πραγματικός, αληθινός, γνήσιος 4 (соответствующий действительным потребностям, приводящий к нужным результатам) πραγματικός, σωστός 5. (равномерный, ритмичный) ρυθμικός, κανονικός 6. (удовлетворяющий правилам пропорции и симметрии) συμμετρικός 7. мат. κανονικός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правильный

  • 11 прямой

    1. (ровно вытянутый в каком-л. направлении, без изгибов) ίσιος, ευθύς 2. (обеспечивающий непосредственную связь с кем-, чем-л.) άμεσος 3. (непосредственный, без промежуточных ступеней) άμεσος, ευθύς 4. (откровенный, правдивый) ειλικρινής, ευθύς 5. (явный, открытый) φανερός, πασίδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος 6. (несомненный, безусловный, очевидный) πραγματικός, γνήσιος, άμεσος, αληθινός 7. мат. ορθ/ός 8. грам. άμεσ/ος 9. (мед., анат.) ορθ/ός
    - ая кишка - ό έντερο, το ορθόν.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямой

  • 12 вода

    вод||а
    ж τό νερό, τό ὕδωρ:
    дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ.

    Русско-новогреческий словарь > вода

  • 13 достоверный

    достоверн||ый
    прил ἀξιόπιστος, αὐθεντικός, γνήσιος, ἐγκυρος:
    \достоверныйые сведения οἱ ἐγκυρες πληροφορίες· из-\достоверныйых источников ἀπό ἀξιόπιστη πηγή.

    Русско-новогреческий словарь > достоверный

  • 14 настоящий

    настоящ||ий
    прил
    1. (теперешний) ἐνεστώς, τωρινός, παρών:
    в \настоящийее время σήμερα, τώρα· \настоящийее время грам. ὁ ἐνεστώς·
    2. (истинный, подлинный) ἀληθινός, ἀλη-θής, πραγματικός, γνήσιος:
    \настоящийий человек πραγματικός ἄνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > настоящий

  • 15 неподдельный

    неподдельный
    прил
    1. γνήσιος, ἀπα-ραποίητος, ἀνόθευτος, πραγματικός·
    2. (искренний) είλικρινής, ἀνυπόκριτος, ἀπροσποίητος.

    Русско-новогреческий словарь > неподдельный

  • 16 подлинный

    подлинн||ый
    прил
    1. αὐθεντικός, γνήσιος:
    с \подлинный-ым верно τό ἀκριβές ἀντίγραφο·
    2. (истинный) ἀληθής, πραγματικός.

    Русско-новогреческий словарь > подлинный

  • 17 цельный

    цельн||ый
    прил
    1. (из одного куска, вещества) μονοκόμματος, ἀτόφιος, ἀκέραιος·
    2. перен ἀκέραιος, ἀδιάφθορος/ (о характере и т. п.) ὁλοκληρωμένος (законченный):
    \цельныйая натура ἀνθρωπος μέ ἀκέραιο χαρακτήρα· \цельныйое впечатление ὁλοκληρωμένη ἐντύπωση·
    3. (неразбавленный) ἀγνός, γνήσιος; \цельныйое молоко τό καθαρό γάλα

    Русско-новогреческий словарь > цельный

  • 18 чистый

    чи́ст||ый
    прил
    1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:
    \чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·
    2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:
    \чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·
    3. (ясный, отчетливый) καθαρός:
    \чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·
    4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):
    \чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:
    \чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:
    \чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά.

    Русско-новогреческий словарь > чистый

  • 19 истинный

    и́стин||ный
    прил ἀληθινός, ἀληθής, γνήσιος, πραγματικός:
    \истинныйный смысл τό ἀληθινό νόημα· \истинныйная правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \истинныйное положение вещей ἡ πραγματική κατάσταση· \истинныйный друг ὁ ἀληθινός φίλος.

    Русско-новогреческий словарь > истинный

  • 20 настоящий

    [νασταγιάστσιΐ] εκ. πραγματικός, γνήσιος

    Русско-греческий новый словарь > настоящий

См. также в других словарях:

  • γνήσιος — belonging to the race masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνήσιος — α, ο (AM γνήσιος, α, ον) 1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο 2. (για γένος, γενιά) ανόθευτος, αγνός 3. (για αδέλφια) που είναι από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα 4. αληθινός, πραγματικός 5. ανόθευτος 6. το ουδ. ως ουσ. γνήσιο …   Dictionary of Greek

  • γνήσιος — α, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), ο νόμιμος, όχι νόθος: Δεν έχειγνήσια αδέρφια. 2. (για πράγματα), πραγματικός, αυθεντικός, ανόθευτος, αγνός: Μου δώρισε ένα ζευγάρι παπούτσια από γνήσιο δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνησιώτερον — γνήσιος belonging to the race adverbial comp γνήσιος belonging to the race masc acc comp sg γνήσιος belonging to the race neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησιωτάτων — γνήσιος belonging to the race fem gen superl pl γνήσιος belonging to the race masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησιωτέραις — γνήσιος belonging to the race fem dat comp pl γνησιωτέρᾱͅς , γνήσιος belonging to the race fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησιωτέρων — γνήσιος belonging to the race fem gen comp pl γνήσιος belonging to the race masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησιώτατα — γνήσιος belonging to the race adverbial superl γνήσιος belonging to the race neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησιώτατον — γνήσιος belonging to the race masc acc superl sg γνήσιος belonging to the race neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησίων — γνήσιος belonging to the race fem gen pl γνήσιος belonging to the race masc/neut gen pl γνησιόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γνησιόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησίως — γνήσιος belonging to the race adverbial γνήσιος belonging to the race masc acc pl (doric) γνησιόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»