-
1 γλύκα
η1) сладость;του σταφυλιού — сладость винограда;2) перен. сладость, наслаждение, удовольствие; радость;3) перен. нежность, ласковость (звука, голоса и т. п.); мягкость (погоды, света и т. п.);γλύκα του γέλιου — приятный смех;
4) миловидность, привлекательность -
2 Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα
– Κάλλιο χόρτα με ομόνοια, παρά ψάρια με διχόνοια• Худой мир лучше доброй ссорыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα
-
3 γλυκασμός
-
4 γλυκός
(ε)ιά, ο1) прям., перен. сладкий;γλυκός ύπνος — сладкий сон;
γλυκιά φωνή — сладкий голос;
2) несолёный, пресный;γλυκό νερό — пресная вода;
3) перен. симпатичный; прийтный (о человеке); милый, нежный, ласковый (о голосе, улыбке и т. п.);γλυκά λόγια — ласковые, нежные слова;
4) нежный, тёплый (о цвете, тоне);5) тихий, спокойный; мягкий;§ γλυκό σπυρί — сибирская язва;
κάνω γλυκά μάτια — строить глазки
-
5 γλυκάδα
η см. γλύκα -
6 γλύκασμα
-
7 γλυκότη(τα)
η см. γλύκα -
8 γλυκότη(τα)
η см. γλύκα -
9 γλυκύτητα
[-ης (-ητος)] η см. γλύκα -
10 μάτι
τό1) глаз, око;τα κομμένα μάτια — запавшие глаза;
μισοκλείνω τα μάτια — щуриться;
χαμηλώνω τα μάτια — опустить глаза, потупиться;
2) глаза, зрение;έχω καλό ( — или δυνατό) μάτι — иметь хорошее, острое зрение;
3) взгляд, взор;4) дурной глаз;έχω κακό μάτι — иметь дурной глаз;
τό μάτι μη σε πιάσει — чтоб тебя не сглазили;
5) бот. глазок, почка;6) конфорка (кухонной плиты); 7) петля (в вязаных, плетёных вещах);§ μάτι νερού — ключ, родник;
αυγά μάτια — яичница-глазунья;
μάτι της θάλασσας — водоворот;
(на море);μάτι της εταζέρας — отделение этажерки;
ρίχνω στάχτη στα μάτια — пускать пыль в глаза;
καρφώνω τα μάτια — вперить взгляд (в кого-л., во что-л.); — уставиться (разг), пялить глаза (прост.) (на кого-л.);
παίρνω τα μάτια μου (καί φεύγω) — уходить без оглядки;
χτυπώ στο μάτι — а) бросаться в глаза1; — б) привлекать внимание;
αδτή μοβ χτύπησε στο μάτι — она мне приглянулась, понравилась;
κάνω ( — или κλείνω, πατώ) το μάτι σε κάποιον — подмигивать кому-л.;
κάνω τα γλυκά μάτια — строить глазки;
δεν πιστεύω στα μάτια μου — не верить своим глазам;
κλείνω ( — или σφαλώ) τα μάτια μου — закрыть глаза, умереть;
δεν έχω κανένα να μού κλείσει τα μάτια — некому будет закрыть мне глаза (о полном одиночестве);
κλείνω τα μάτια — или κάνω στραβά μάτια — закрывать глаза (на что-л.);
ανοίγω κάποιου τα μάτι — открывать кому-л. глаза (на что-л.);
ανοίγω τα μάτι μου — а) открывать глаза, просыпаться; — б) перен. прозревать;
έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — смотреть во все глаза;
τα μάτια σου τέσσερα ( — или δεκατέσσερα)! — смотри в оба!;
δεν έχω μάτια να τον δώ — я его видеть не могу;
τον έχω ( — или τον έβαλα) στο μάτι — он у меня на примете;
τον πήρε το μάτι μου — я его заметил;
τον πήρα (με) καλό (κακό) μάτι — он мне понравился (не понравился) с первого взгляда;
την έβαλα στο μάτι — я положил на неё глаз, она будет моей;
βγάζω τα μάτια μου μοναχός μου — я сам себя наказал;
παίρνω κάτι μπροστά απ' τα μάτια κάποιου — взять что-л, из-под носа у кого-л.;
δείχνω ( — или βάζω) κάη μπροστά στα μάτια κάποιου — ткнуть носом кого-л. во что-л.;
δεν ξεκολλώ τα μάτια μου από κάποιον — не спускать глаз с кого-л.;
φυλάγω σαν τα μάτια μου — беречь как зеницу ока;
τό παιδί και τα μάτια σου — не спускай с ребёнка глаз, смотри за ним как следует;
τρώγω κάποιον με τα μάτια μου — пожирать кого-л. глазами;
δεν σηκώνω τα μάτια μου από κάποιον — не сводить глаз с кого-л.;
δεν χορταίνει το μάτι μου — или έχω μάτι ανεχόρταγο — быть ненасытным, алчным;
όσο παίρνει το μάτι — насколько хватает глаз, огромный (о пространстве);
δεν μού γεμίζει το μάτι — а) не стоит этих денег; — б) мне кажется, что эτο — не так красиво (ценно, интересном т. п.);
τον έχει σαν τα μάτια του — он ему дороже собственных очей;
μαύρισε το μάτι μου από την πείνα — у меня потемнело в глазах от голода;
με πιάνει το μάτι — меня легко сглазить;
παίζει ( — или πετάει — или ξεπετά) το μάτι μου — у меня глаз дёргается (ток. примета — к встрече с кем-л.);
δεν έχεις μάτια;
ты что, слепой?;θα σού φάω το μάτι — я тебе отомщу;
μάτι με μάτι — с глпзу на глаз;
με τα μάτια μου — своими глазами;
με το μάτι — на глаз, на глазок;
με γυμνό μάτι — невооружённым глазом;
γιά τα (μαύρα) μάτια — или. γιά τα μάτια (τού κόσμου) — для вида, для отвода глаз;
γιά τα ωραία μάτια — роди прекрасных глаз;
γιά τα μαύρα σου τα μάτια ирон. — ради твоих прекрасных глаз;
με κλειστά (τα) μάτια — безрассудно, слепо; — не глядя; — с закрытыми глазами, не размышляя;
μέσα ( — или μπροστά) στα μάτια μας — на наших глазах;
(σού ορκίζομαι) στα μάτια μου — клянусь тебе жизнью!;
μέσ'τά μάτια — в в глаза;
να μη σε ιδούν τα μάτια μου! — уходи с глаз долой!;
να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου — не попадайся мне больше на глаза;
να μού βγούνε ( — или χυθούν) τα μάτια! — пусть лопнут мой глаза!;
να μη χαρώ τα μάτια μου! — пусть я ослепну!, чтоб мне света белого не видеть! (в клятвах);
μάτιа μου! — любовь моя1, мой дорогой!, свет очей моих!;
τό γινάτι βγάζει μάτι — погов. ≈ — упрямство до добра не доведёт;
η
πραμάτεια θέλει μάτια — посл. ≈ — товар показ любит;τα μάτια πού δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται — погов, ≈ — с глаз долой — из сердца вон;
φάτε μάτια ψάρια και η κοιλιά περίδρομο — погов. хоть видит око, да зуб неймёт
-
11 μάχομαι
(αόρ. εμαχεσάμην) μετ.1) бороться, сражаться, биться; 2) враждебно относиться (АС кому-л.), враждовать (с кем-л.); 3) любить (какую-л. еду);μάχομαι τα γλυκά — я очень люблю, мне нравятся сладости
-
12 μπρος
1. επίρρ.1) вперёд; впереди;ποιός είναι μπρος; — кто впереди?;
στέκομαι μπρος — стать впереди;
2) вперёд, раньше, заранее;παίρνω το μισθό μπρος — брать плату, деньги вперёд;
3) давай, пошевеливайся!, (вперёд) марш! (команда);μπρος από δώ! — марш отсюда!;
μπρος σήκω! — давай вставай!;
§
βάζω μπρος — а) пускать в ход, запускать; — давать ход (чему-л.), начинать (что-л.);βάζω μπρος τη μηχανή — запускать машину;
βάζω μπρος την υπόθεση — давать ход делу;
πήρε μπρος η μηχανή — машина заработала;
τό ρολόϊ πάει μπρος — часы идут вперёд, часы спешат;
βάλε μπρος το αυτοκίνητο — а) подай вперёд машину; — б) поехали!;
βάλαμε μπρος τα γλυκά — мы начали расправляться со сладостями;
έβαλε μπρος το καινούργιο επανωφόρι — он пустил на каждый день своё новое пальто;
στρώνω κάποιον μπρος — отчитывать, распекать кого-л., делать втык кому-л. (разг);
πηγαίνω ( — или τραβάω) μπρος — продвигаться вперёд;
πάει μπρος η δουλειά — дело продвигается, работа идёт;
μπρος βαθύ ( — или γκρεμός — или φωαά) και πίσω ρέμα — погов, ни туда, ни сюда; — некуда податься;
2. πρόθ.1) перед (кем-чем-л.), раньше (кого-чего-л.);από μπρος — спереди;
μπρος σε — или μπρος από — перед;
μπρος στο σπίτι — перед домом;
ήλθε μπρος από τούς άλλους — он пришёл раньше других;
2):σε — сравнительно, по сравнению;μπρος στον άλλο αδελφό του δεν αξίζει τίποτε — он ничто по сравнению со своим братом;
3) перед, при, в присутствии;μπρος σε μάρτυρες — при свидетелях
См. также в других словарях:
γλύκα — η 1. η ιδιότητα τού γλυκού, η γλυκιά γεύση 2. απόλαυση, ευχαρίστηση, ηδονή 3. η απαλότητα, η ηπιότητα («η γλύκα τού καιρού, τής φωνής, τού καντηλιού») 4. η ανακούφιση («...τ αγέρι τού Μαγιού τόση δροσιά και γλύκα χύνει... στα σωθικά», Βαλαωρ.) 5 … Dictionary of Greek
γλυκά — (Μ γλυκέα και γλυκιά) επίρρ. 1. ευχάριστα στην ακοή («τραγουδά γλυκά»). 2. με γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενικά νεοελλ. 1. με αγάπη, τρυφερά, στοργικά 2. μαλακά, απαλά 3. γαλήνια, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γλυκά < γλυκός, ενώ το μσν. γλυκέα… … Dictionary of Greek
γλύκα — η 1. η γλυκιά γεύση: Η γλύκα των ώριμων φρούτων. 2. μτφ., η απόλαυση, η ευχαρίστηση: Η γλύκα της φωνής της ηρεμεί τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γλυκά Νερά — Κωμόπολη (υψόμ. 220 μ., 6.623 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται Α των Αθηνών και αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας ανατολικής Αττικής … Dictionary of Greek
Γλύκαν — Γλύκᾱν , Γλύκη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… … Dictionary of Greek
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek
χέλι — (anguilla anguilla). Επιστημονικά ονομάζεται έγχελυς ο κοινός. Τελεόστεος ιχθύς με σώμα κυλινδρικό στην κεντρική και εμπρόσθια ζώνη και πεπλατυσμένο πλευρικά στο ουραίο τμήμα. Έχουν γκρίζο χρώμα στη ράχη και κιτρινωπό στην κοιλιά, παίρνουν όμως… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… … Dictionary of Greek