-
1 излечить
θεραπεύω, γιατρεύω-ся θεραπεύομαι, γιατρεύομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излечить
-
2 лечить
-
3 лечиться
θεραπεύομαι, γιατρεύομαι -
4 вылечиваться
вылечивать||сяγιατρεύομαι, θεραπεύομαι, γίνομαι καλά. -
5 излечиваться
излечиватьсянесов (άπό)θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
6 исцелиться
исцелить||сяγίνομαι καλά, γιατρεύομαι, ἰατρεύομαι. -
7 лечиться
лечить||сяκάνω θεραπεία, θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
8 вылечить
-
9 излечить
-ечу, -ечишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. излеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. θεραπεύω, γιατρεύω, κάνω καλ.ά.θεραπεύομαι, γιατρεύομαι, γίνομαι καλά. -
10 лечить
лечу, лечишьρ.δ. μ. θεραπεύω, γιατρεύω•лечить больного θεραπεύω άρρωστο•
лечить лекарствами γιατρεύω με φάρμακα•
лечить туберкулёз θεραπεύω τη φθίση.
θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
11 пользоваться
-зуюсь, -зуешьсяρ.δ.1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση•пользоваться научным методом χρησιμοποιώ επιστημονική μέθοδο•
пользоваться инструментом χρησιμοποιώ το εργαλείο•
пользоваться атомной энергией в мирных целях χρησιμοποιώ την ατομική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς.
2. επωφελούμαι•пользоваться всяким удобным случаем επωφελούμαι κάθε κατάλληλης ευκαιρίας.
3. απολαύω, απολαμβάνω, χαίρω, έχω-- авторитетом έχω κύρος•пользоваться свободой έχω ελευθερία•
пользоваться хорощей репутацией χαίρω καλής φήμης•
пользоваться правами χαίρω δικαιωμάτων•
пользоваться популярностью είμαι δημοφιλής.
4. παλ. θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
12 уврачевать
-чую, -чуешь ρ.σ.μ. παλ. θεραπεύω, γιατρεύω•уврачевать рану γιατρεύω την πληγή.
θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. || μτφ. λυτρώνω, απαλλάσσομαι.
См. также в других словарях:
γιατρεύομαι — γιατρεύομαι, γιατρεύτηκα, γιατρεμένος βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… … Dictionary of Greek
ξαρρωστώ — άω και ξαρρωσταίνω (Μ ξαρρωστῶ, έω) συνέρχομαι από ασθένεια, γιατρεύομαι, γίνομαι καλά νεοελλ. γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ἀρρωστῶ / ἀρρωσταίνω] … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek