Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γιακάς

  • 1 γιακάς

    [якас] ουσ. а. воротник,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γιακάς

  • 2 воротник

    воротник м о γιακάς мехо вой \воротник ο γούνινος γιακάς
    * * *
    м
    ο γιακάς

    мехово́й воротни́к — ο γούνινος γιακάς

    Русско-греческий словарь > воротник

  • 3 воротничок

    воротничок м о γιακάς, το κολλάρο
    * * *
    м
    ο γιακάς, το κολλάρο

    Русско-греческий словарь > воротничок

  • 4 крахмальный

    крахмальный κολλαριστός· \крахмальный воротничок о κολλαριστός γιακάς
    * * *

    крахма́льный воротничо́к — ο κολλαριστός γιακάς

    Русско-греческий словарь > крахмальный

  • 5 ворот

    α.
    γιακάς, περιλαίμιο•

    широкий ворот πλατύς γιακάς.

    εκφρ.
    схватить за ворот – αρπάζω (πιάνω) από το γιακά.
    α.
    ανελκυστήρας, μαγγάνι.

    Большой русско-греческий словарь > ворот

  • 6 подзатыльник

    α.
    1. καταυχένισμα, γιακάς, σβερκιά, φάπα.
    2. γιακάς ή καπέλο που καλύπτει το ι,ν ίο.

    Большой русско-греческий словарь > подзатыльник

  • 7 ворот

    ворот I
    м (одежды) ὁ γιακάς:
    схватить за \ворот ἀρπάζω ἀπ· τό γιακά.
    ворот II
    м тех. τό μάγγανο, ἡ στρέβλη, τό μαγγάνι, τό βαροῦλκο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > ворот

  • 8 воротник

    воротник
    м ὁ γιακάς, τό κολλάρο.

    Русско-новогреческий словарь > воротник

  • 9 давить

    давить
    несов
    1. πιέζω, ζουλώ, βαραίνω, ἐξασκώ πίεση·
    2. (раздавить, убивать) συντρίβω / πατῶ, κόβω, συνθλίβω (автомобилем и т. п.)·
    3. (мять, выжимать) στύβω, πατῶ, ζουπίζω:
    \давить лимон στύβω τό λεμόνι· \давить виноград πατώ τά σταφύλια·
    4. (душить) πνίγω, στραγγα· λίζω·
    5. (стягивать, жать) σφίγγω, κόβω:
    воротник давит ὁ γιακάς μέ σφίγγει· мне давит грудь μοῦ πλακώνει τό στήθος, μέ πιέζει στό στῆθος·
    6. перен (угнетать) καταπιέζω, πιέζω, πνίγω.

    Русско-новогреческий словарь > давить

  • 10 душить

    души́||ть I
    несов
    1. πνίγω/ στραγγαλίζω (убивать)·
    2. (затруднять дыхание) πνίγω, σφίγγω:
    воротник ду́шит μέ σφίγγει ὁ γιακάς· его \душитьл смех τόν ἐπνιγε τό γέλοιο· меня ду́шит кашель πνίγομαι ἀπ' τό βήχα· его \душитьла злоба ἐβραζε ἀπό τό κακό του·
    3. перен (притеснять, угнетать) καταπιέζω, θλίβω, καταδυν.-στεύω, τυραννώ:
    \душить свободу καταπνίγω τήν ἐλευθερία· ◊ \душить в объятиях разг σφίγγω στήν ἀγκαλιά μου.
    душить II
    несов (духами) ἀρωματίζω, ραντίζω μέ μυρωδικά.

    Русско-новогреческий словарь > душить

  • 11 жать

    жать I
    несов
    1. (давить, стискивать) πιέζω, σφίγγω, ζουλῶ:
    \жать ру́ку σφίγγω τό χέρι·
    2. (быть тесным) στενεύω, στενοχωρώ:
    ту́фли жмут (μέ) στενέβουν τά παπούτσια· воротничок мне жмет μέ σφίγγει ὁ γιακάς·
    3. (выдавливать, выжимать) στίβω, στραγγίζω, πατώ:
    \жать виноград πατῶ τά σταφύλια· \жать сок из лимона στίβω τό λεμόνι· \жать масло στραγγίζω τό βούτυρο.
    жать II
    несов (рожь и т. п.) θερίζω.

    Русско-новогреческий словарь > жать

  • 12 котиковый

    котик||овый
    прил ἀπό λουτρ:
    \котиковыйовый воротник ὁ γιακάς ἀπό λουτρ.

    Русско-новогреческий словарь > котиковый

  • 13 крахмальный

    крахмал||ьный
    прил
    1. ἀμυλώδης·
    2. (накрахмаленный) κολλα-ριστός, κολλαρισμένος:
    \крахмальныйьный воротничок ὁ κολλαριστός γιακάς.

    Русско-новогреческий словарь > крахмальный

  • 14 меховой

    мехов||ой
    прил γούνινος:
    \меховой воротийк ὁ γούνινος γιακάς· \меховой магазин τό γουνα-ράδικο· \меховойое производство ἡ παραγωγή γουναρικών.

    Русско-новогреческий словарь > меховой

  • 15 пришивной

    пришивной
    прил ραμμένος:
    \пришивной воротничок γιακᾶς ραμμένος στό πουκάμισο.

    Русско-новогреческий словарь > пришивной

  • 16 чистый

    чи́ст||ый
    прил
    1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:
    \чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·
    2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:
    \чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·
    3. (ясный, отчетливый) καθαρός:
    \чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·
    4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):
    \чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:
    \чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:
    \чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά.

    Русско-новогреческий словарь > чистый

  • 17 ворот

    [βόρατ] ουσ. α γιακάς

    Русско-греческий новый словарь > ворот

  • 18 воротник

    [βαρατνίκ] ουσ. α. γιακάς, κολάρο

    Русско-греческий новый словарь > воротник

  • 19 ворот

    [βόρατ] ουσ α γιακάς

    Русско-эллинский словарь > ворот

  • 20 воротник

    [βαρατνίκ] ουσ α γιακάς, κολάρο

    Русско-эллинский словарь > воротник

См. также в других словарях:

  • γιακάς — ο (λ. τουρκ.), το τμήμα του ρούχου που περιβάλλει το λαιμό: Λερώθηκε ο γιακάς του πουκαμίσου μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιακάς — ο 1. περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων, όπως τού φορέματος, τού πουκάμισου, κλπ. 2. το χτύπημα τού αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, κατραπακιά 3. φρ. α) «τρώει γιακάδες» τόν καρπαζώνουν, τόν εξευτελίζουν β) «τού τίναξα τον… …   Dictionary of Greek

  • κολάρο — το 1. ο σκληρός γιακάς τών υποκαμίσων 2. πρόσθετος γιακάς σε πουκάμισο 3. μτφ. αφρός μπίρας στο ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. collaro. Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος τής σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ …   Dictionary of Greek

  • εξηλώνω — και ξηλώνω (AM ἐξηλῶ, όω) μσν. νεοελλ. (για ρούχα) κόβω τις ραφές και χωρίζω τα κομμάτια («ξηλώθηκε ό γιακάς») νεοελλ. μτφ. 1. απομακρύνω κάποιον από τη θέση που κατέχει και τόν μειώνω ηθικά 2. φθείρω, χαλώ 3. μέσ. ξηλώνομαι μού αποσπούν χρήματα… …   Dictionary of Greek

  • ντεκολτέ — το άκλ. 1. ως επίθ. έξωμος, γυμνόλαιμος 2. ως ουσ. άνοιγμα στο πάνω, συνήθως, μέρος τού γυναικείου φορέματος μπροστά στο στήθος ή πίσω στην πλάτη («φόρεμα με αποκαλυπτικό ντεκολτέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decollete «έξωμος» < γαλλ. decolleter… …   Dictionary of Greek

  • περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • χαρτογιακάς — ο, Ν ειρων. 1. υπάλληλος δημόσιας υπηρεσίας 2. διανοούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + γιακάς] …   Dictionary of Greek

  • κολάρο — το (λ. ιταλ.), γιακάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλαριστός — ή, ό κολλαρισμένος: Κολλαριστός γιακάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιλαίμιο — το καθετί που φοριέται γύρω από το λαιμό, γιακάς, γραβάτα, κασκόλ, σάλι, κολάρο: Οριζόντιο περιλαίμιο, το παπιγιόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»