-
1 γηροτροφος
21) Eur. = γηροβοσκός См. γηροβοσκος2) относящийся к обеспеченной старостиγ. ἐλπίς Pind. ap. Plat., Plut. — надежда на обеспеченную старость
См. также в других словарях:
γηροτρόφος — γηροτρόφος, ον (Α) γηροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + τρόφος < τρέφω] … Dictionary of Greek
γηροτρόφος — γηροβοσκός nourishing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτρόφου — γηρότροφος masc/fem/neut gen sg γηροβοσκός nourishing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτρόφους — γηρότροφος masc/fem acc pl γηροβοσκός nourishing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτρόφων — γηρότροφος masc/fem/neut gen pl γηροβοσκός nourishing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
γηροτροφία — γηροτροφία, η (Α) [γηροτρόφος] γηροβοσκία … Dictionary of Greek
γηροτροφείον — γηροτροφεῑον και γηροτρόφιον, το (Μ) [γηροτρόφος] το γηροκομείο … Dictionary of Greek
γηροτροφώ — ( έω) (AM γηροτροφῶ) [γηροτρόφος] γηροκομώ … Dictionary of Greek