Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γεω-μόρος

См. также в других словарях:

  • γεωμόρος — ο, η (AM γεωμόρος, Α και γημόρος και γαμόρος) αυτός στον οποίο ανήκει μερίδιο γης, ο κληρούχος, ο κτηματίας αρχ. 1. πληθ. oἱ γεωμόροι α) (στην Αθήνα) αυτοὶ που αποτελούσαν τη μέση γεωργικὴ τάξη (σε αντίθεση και με τους ευπατρίδες* και με τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»