Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γεωπόνος

См. также в других словарях:

  • γεωπόνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπόνος — ο, η (AM γεωπόνος, Α και γαπόνος και γηπόνος, ο) νεοελλ. ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωπονία αρχ. μσν. ο αγρότης, ο καλλιεργητής τής γης· [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + πόνος < πονέω. Η αρχαία λ. γεωπόνος ανήκει στον κύκλο τών λέξεων τής… …   Dictionary of Greek

  • γεωπόνος — ο επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο τη γεωπονία: Πρέπει να ρωτήσουμε ένα γεωπόνο τι είδους λίπασμα είναι κατάλληλο για το χωράφι μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεηπόνον — γεωπόνος masc/fem acc sg γεωπόνος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπόνου — γεώπονος husbandman masc gen sg γεωπόνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπόνους — γεώπονος husbandman masc acc pl γεωπόνος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπόνων — γεώπονος husbandman masc gen pl γεωπόνος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπόνῳ — γεώπονος husbandman masc dat sg γεωπόνος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεηπόνοι — γεωπόνος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεηπόνοις — γεωπόνος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεηπόνος — γεωπόνος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»