Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γενέσια

См. также в других словарях:

  • γενέσια — τα (AM) βλ. γενέσιος …   Dictionary of Greek

  • Γενέσια — Γενέσιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέσια — γενέσιος day kept in memory of the birthday of the dead neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕНЕСИИ —    • Γενέσια, τὰ,          в общем смысле дни для чествования умерших, в частном смысле общественный праздник в Афинах, праздновавшийся на 5 й день месяца Боедромиона в память умерших. Настоящее название этого праздника, вероятно, было Νεκύσια… …   Реальный словарь классических древностей

  • ετερογενεσία — η 1. η αδυναμία γονιμοποίησης μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικών ειδών 2. διασταύρωση μεταξύ ατόμων απομακρυσμένων ανθρώπινων φυλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γενεσία (< γενέτης), πρβλ. απο γενεσία, αει γενεσία] …   Dictionary of Greek

  • θεογενεσία — η (Α θεογενεσία) η κατά θεόν γέννηση, η αναγέννηση τού ανθρώπου με το μυστήριο τού βαπτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενεσία (< γενέτης), πρβλ. αει γενεσία παλιγ γενεσία] …   Dictionary of Greek

  • ПОХОРОНЫ —    • Funus.     I.          У греков: τάφος.          Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… …   Реальный словарь классических древностей

  • ПОХОРОНЫ —    • Funus.     I.          У греков: τάφος.          Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… …   Реальный словарь классических древностей

  • γενέσιος — ον (AM γενέσιος, ον) [γενέτης] το ουδ. ως ουσ. η επέτειος τής γέννησης προσφιλών νεκρών ή ένδοξων μορφών τού παρελθόντος («το Γενέσιον τού Προδρόμου», «τα Γενέσια τής Θεοτόκου») μσν. το ουδ. ως ουσ. η γέννηση αρχ. 1. (για θεό) ο προστάτης ενός… …   Dictionary of Greek

  • παλιγγενεσία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1862 από τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και εκδιδόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1899. 2. Εφημερίδα της Κέρκυρας. Ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του… …   Dictionary of Greek

  • πολυγενεσία — και πολυγένεση, η, Ν (λαογρ.) η παρουσία σε όλα σχεδόν τα σημεία τού κόσμου παραμυθιών και υποκείμενων σε αυτά πίστεων και συνηθειών, που εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα μεταξύ τους, η οποία αποδίδεται στην κοινή φύση τών ανθρώπων και τών λαών και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»