Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

γενν

  • 1 γεννώ

    (α) μετ.
    1) рожать, рождать, производить на свет; 2) нестись, класть яйца; 3) перен. порождать, вызывать, возбуждать (подозрение и т. п.);

    § τό μυαλό (τό κεφάλι) του δε γεννάει — у него голова ничего не соображает;

    παρουσιάστηκε όπως τον γέννησε η μάννα του он явился в чём мать родила;

    γενν*ν κι' οι πετεινοί του — погов, ему во всём везёт;

    γεννιέμαι, γεννιοβμαι

    1) — рождаться, появляться на свет;

    2) перен. порождаться, возникать;

    γεννιέται το ερώτημα — возникает вопрос;

    3) быть каким-л. от рождения, иметь врождённые качества;

    ο ποιητής γεννιέται, δεν γίνεται — поэтами рождаются

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γεννώ

См. также в других словарях:

  • Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 …   Wikipedia

  • Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 …   Deutsch Wikipedia

  • σημήτωρ — ορος, ὁ, Α σημάντωρ*, αυτός που χρησιμοποιείται για να επισημαίνει κάτι, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + επίθημα (η)τωρ (πρβλ. γενν ήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • σολομός — Όνομα διάφορων ειδών τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σολομιδών ή Σαλμονιδών. Το γνωστότερο είδος είναι ο σ. ο ευρωπαϊκός (salmo salar) που ζει στον Ατλαντικό ωκεανό, από όπου, για να γενν ήσει τα αβγά του, ανεβαίνει στα εσωτερικά νερά της… …   Dictionary of Greek

  • στωμυλιοσυλλεκτάδης — ὁ, Α αυτός που συλλέγει φλυαρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός σχηματισμός < στωμύλος «φλύαρος» + αμάρτυρο στην Αρχαία *συλλέκτης (< συλλέγω, πρβλ. επίλεκτης) + επίθημα άδης (πρβλ. γενν άδης)] …   Dictionary of Greek

  • Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσος Λιγκουόρι, άγιος — (Alphonsus Liguori, γενν. Alfonso Maria de’ Liguori, 1696 – 1787). Άγιος, πατέρας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Γιος ευγενούς Ναπολιτάνου, σπούδασε νομικά, αλλά περιβλήθηκε το ιερατικό σχήμα (1726) και αφιερώθηκε στην εκκλησία. Ίδρυσε το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»