-
1 окотить
-ит ρ.σ.μ. (διαλκ.) γεννώ γατάκια. || γεννώ νεογνά (για μερικά ζώα).γεννώ γατάκια. || (για μερικά ζώα) γεννώ νεογνά. -
2 родить
родить γεννώ \родиться γεννιέμαι; я родился в... году γεννήθηκα στα...· где вы родились? πού γεννηθήκατε;* * * -
3 народить
-ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарождённый, βρ: -дён, -дена, -деноρ.σ.μ.γεννώ (πολλά)•народить кучу детей γεννώ ένα σωρό παιδιά.
1. γεννιέμαι•-лся сын γεννήθηκε αγόρι•
-лось много детей γεννήθηκαν πολλά παιδιά.
|| μεγαλώνω•-лось новое поколение μεγάλωσε νέα γενιά.
2. μτφ. εμφανίζομαι.εκφρ.- лся месяц – (απλ.) πιάστηκε το φεγγάρι. -
4 ожеребить
-
5 отелить
-
6 ощенить
-
7 плодить
-пложу, плодишьρ.δ.μ.1. γεννώ, τίκτω αναπαράγω.2. μτφ. δημιουργώ, παράγω, βγάζω.1. γεννώ, τίκτω πολλαπλασιάζομαι.2. μτφ. εμφανίζομαι, προ έρχομαι, πηγάζω•από την αεργία (τεμπελιά) γεννιώνται κουτσομπολιά και διχόνοιες. -
8 червить
(о пчёлах) γεννώ αυγά (στις μέλισσες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > червить
-
9 бремя
бремяс τό φορτίο[ν], τό βάρος, τό ἀχθος:\бремя лет τό ἄχθος τοῦ γήρατος; \бремя забот τό βάρος (или τό πλήθος) φροντίδων быть \бремяенем для кого́-л. εἶμαι βάρος (или φορτίο) σέ κάποιον ◊ разрешиться от \бремяени ἐλευθερώνομαι, γεννώ, τίκτω. -
10 донашивать
донашиватьнесов1. (одежду, обувь) φορώ ὡς πού νά λυώσει:\донашивать сапоги́ φορῶ τα παπούτσια μου ὡς πού νά λυώσουν2. (ребенка \донашивать о беременной) γεννῶ κανονικά. -
11 жеребиться
жереб||и́тьсянесов γεννῶ (γιά ἄλογα). -
12 зарождагь
зарожд||агьнесов перен γεννώ, ξυπνάω. -
13 метать
метать Iнесов1. (бросать) ρίχνω, βάλλω, πετῶ·2. (рождать, производить):\метать икру́ ὠοτοκὠ· \метать детенышей (о животных) γεννῶ, γεννοβολώ· ◊ \метать громы и молнии ἐκτοξεύω ἀπειλές, ἐκτοξεύω μύδρους· \метать банк карт. κάνω μπάγκα· \метать би́сер перед свиньями погов. τά ἄγια τοίς κυσί· рвать и \метать πνέω μένεα.метать IIнесов:\метать петли τρυπώνω (или πιάνω) τίς κουμπότρυπες. -
14 народить
народитьсов разг γεννῶ. -
15 нарождаться
нарождатьсянесов γεννιέμαι, γεννώ-μαι, ἐμφανίζομαι. -
16 нести
нес||ти́несов1. прям., перен φέρ(ν)ω, κουβαλώ, κρατῶ, βαστάζω:\нести чемодан κουβαλώ τή βαλίτσα·2. (гнать, мчать) φέρνω:по реке \нестиет лодку ὁ ποταμός παρασύρει τήν βάρκα· ветер \нестиет пыль (ό ἀέρας) σηκώνει σκόνη·3. (выполнять) ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, ἔχω:\нести обязанности ἐκτελώ καθήκοντα· \нести службу εἶμαι ὑπηρεσία· \нести караул φρουρώ, εἶμαι σκοπός· \нести дежурство εἶμαι ἐφημερεύων, εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας·4. (терпеть) ὑφίσταμαι, ὑποβάλλομαι, ὑποφέρω:\нести наказание ὑφίσταμαι τιμωρίαν \нести потери воен. ὑφίσταμαι ἀπώλειες· \нести убытки ζημιώνω (άμετ.)· \нести ответственность φέρω εὐθύνην5. (приносить с собой) προξενώ, ἐπιφέρω:\нести смерть ἐπιφέρω θάνατο·6. безл (пахнуть):оттуда \нестиет чем-то ἀπό ἐκεῖ -Ερχεται μιά μυρωδιά· от него́ \нестиет табаком μυρίζει καπνό·7. безл (дуть):\нестиет из-под полу φυσά κάτω ἀπό τό πάτωμα·8. (о птицах):\нести яйца γεννώ αὐγά· ◊ \нести вздор λεω ἀνοησίες, λέω τρίχες· куда тебя \нестиет? разг γιά ποῦ τώβαλες; -
17 нестись
нес||тисьнесов1. (мчаться) τρέχω/ φεύγω μέ μεγάλη ταχύτητα (о машине и т. п.):\нестись мимо περνῶ δίπλα· облака \нестисьу́тся τά σύννεφα τρέχουν2. (распространяться) ἀκούγομαι, ἀντηχῶ, ἀντιλαλώ/ διαδίδομαι (о звуке, запахе, слухах и т. п.):\нестисьу́тся песни ἀκούγονται τραγούδια·3. (о птицах \нестись класть яйца) ὠοτοκώ, γεννώ αὐγά. -
18 окотиться
окотитьсясов γεννώ γατάκια -
19 откладывать
откладыватьнесов1. (в сторону) βάζω στήν ἀκρη, βάζω κατά μέρος, ἀποθέτω·2. (про запас) μαζεύωΐ ἀποθηκεύω, φυλάγω:\откладывать деньги μαζεύω χρήματα·3. (отсрочивать) ἀναβάλλω:\откладывать решение вопроса ἀναβάλλω τήν λύση τοῦ ζητήματος· \откладывать на завтра ἀναβάλλω γιά αὐριο·4. биол. ἀποθέτω, γεννῶ αὐγά· ◊ \откладывать в долгий ящик βάζω στό χρονοντούλαπο. -
20 плодить
плодитьнесов καρποφορώ, παράγω καρπούς, γεννώ.
См. также в других словарях:
γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά … Dictionary of Greek
γεννώ — γεννάω / γεννώ, γέννησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γεννώ — γέννησα, γεννήθηκα, γεννημένος 1. φέρνω στον κόσμο παιδιά: Η κόρη της γέννησε δίδυμα. 2. (για τα πουλιά), κάνω αβγά: Το χελιδόνι γέννησε στη φωλιά του. 3. μτφ., επινοώ: Το μυαλό του γεννά εκπληκτικές ιδέες. 4. είμαι από τη φύση μου: Καλλιτέχνης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεννῶ — γεννάω beget pres imperat mp 2nd sg γεννάω beget pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γεννάω beget pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γεννάω beget pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) γεννάω beget pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέννω — γέννας mother s brother masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ζωογονώ — (AM ζωογονῶ, έω) [ζωογόνος] 1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση») 2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά νεοελλ. αποκτώ ζωή αρχ. 1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ»,… … Dictionary of Greek
αντιγεννώ — ἀντιγεννῶ ( άω) (Α) 1. γεννώ αυτόν που με γέννησε («ἀντιγεννῆσαι γὰρ οὐχ οἷόν τε τούτους» δεν θά ταν δυνατόν να γεννήσω εγώ αυτούς που με γέννησαν) 2. γεννώ, παρουσιάζω κι εγώ … Dictionary of Greek
απογεννώ — (Α ἀπογεννῶ, άω) νεοελλ. 1. αποτελειώνω τον τοκετό, ξεγεννώ 2. παύω να γεννώ αρχ. γεννώ από κάτι, παράγω … Dictionary of Greek
γέννημα — το (AM γέννημα, Α και γένημα) 1. (για ανθρώπους και ζώα) το τέκνο, το παιδί («όχι σαν ξένο γέννημα μα πάντα ωσάν παιδί σου» «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ «Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.) 2. πληθ. οι καρποί τής γης, κυρίως τα σιτηρά… … Dictionary of Greek