Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γεμίζω

  • 41 забросать

    1. ρ.σ.μ. ρίχνω, γεμίζω με•

    забросать ров землей γεμίζω την τάφρο με χώμα.

    || βάζω, θέτω•

    докладчика -ли вопросами στον ομιλητή έπεφταν βροχή οι. ερωτήσεις•

    -ал вас письмами σας έστειλα ένα σωρό γράμματα (πάρα πολλά).

    2. ρ.σ. αρχίζω να ρίχνω.
    αρχίζω να ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > забросать

  • 42 завалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ.
    παρλθ. χρ. заваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω•

    завалить яму кэмними γεμίζω το λάκκο με πέτρες.

    || κλείνω, φράζω•

    бревнами -ли улицу με κούτσουρα έκλεισαν το δρόμο.

    || συσσωρεύω, στοιβάζω. || μτφ. είμαι παραφορτωμένος•

    работой я завален всегда από δουλειά είμαι πάντοτε παραφορτωμένος.

    2. γέρνω, κλίνω•

    больной -ил голову назад ο άρρωστος έγειρε πίσω το κεφάλι.

    3. ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    завалить стену γκρεμίζω τον τοίχο.

    4. μτφ. (απλ.) χαλαρώνω, ξεχαρβαλώνω.
    5. απρόσ. (απλ.) αισθάνομαι βάρος (στο λαιμό, στήθος, αυτιά κ.τ.τ.).
    1. πέφτω•

    книга -лась за диван το βιβλίο έπεσε πίσω στο ντιβάνι.

    || χώνομαι, εισδύω.
    2. γέρνω, κλίνω•

    голова -лась το κεφάλι έγειρε.

    3. γκρεμίζομαι, πέφτω, σωριάζομαι•

    старый дом -лся το παλιόσπιτο έπεσε.

    4. μτφ. (απλ.) αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση ναυάγησε.

    εκφρ.
    (хоть) завались – (απλ.) αφθονία.

    Большой русско-греческий словарь > завалить

  • 43 закопать

    ρ.σ.μ.
    1. παραχώνω, κρύβω στη γή.
    2. γεμίζω, ισοπεδώνω•

    закопать яму γεμίζω το λάκκο.

    3. αρχίζω να σκάβω.
    1. παραχώνομαι.
    2. (απλ.) καθυστερώ, αργώ, βραδύνω.
    3. αρχίζω να σκάβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > закопать

  • 44 замусорить

    ρ.σ.μ.
    γεμίζω με σκουπίδια•

    комнату κάνω το δωμάτιο όλο σκουπίδια.

    γεμίζω (γίνομαι) όλο σκουπίδια.

    Большой русско-греческий словарь > замусорить

  • 45 занавозить

    -ожу, -озишь
    ρ.σ.μ.
    1. φουσκίζω, κοίτρίζω.
    2. γεμίζω, λερώνω με κόπρο•

    двор γεμίζω με κόπρο την αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > занавозить

  • 46 запрудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -уженный
    κ. -уженный, βρ: -жен, -а, -о и. -жен, -жена, -жено ρ.σ.μ.
    1. φτιάχνω υδατοφράχτη ή νεροδεσιά•

    запрудить воду υδατοφράσσω•

    -реку φτιάχνω υδατόφραγμα στο ποτάμι.

    2. μτφ. γεμίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω•

    толпа -ла всю улицу το πλήθος κατέκλυσε όλη την οδό.

    γεμίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω•

    улица -лась толпой η οδός πλημμύρισε αποτο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > запрудить

  • 47 зарядить

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, οπλίζω•

    зарядить ружье οπλίζω το όπλο•

    фотоаппарат βάζω φιλμ στη φωτογραφική μηχανή•

    зарядить капкан χτίζω την παγίδα.

    2. φορτίζω•

    зарядить батарею γεμίζω το συσσωρευτή,

    3. αρχίζω να κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.
    4. βρέχει συνέχεια.
    1. οπλίζομαι•

    ружье -лось το τουφέκι οπλίστηκε (όπλισε)•

    мина -лась η νάρκη εμπυρευματίστηκε.

    2. ετοιμάζομαι.
    3. φορτίζομαι•

    батарея -лась ο συσσωρευτής φορτίστηκε (γέμισε).

    4. εφοδιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > зарядить

  • 48 засорить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засоренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ. λερώνω, ρυπαίνω, γεμίζω με ακαθαρσίες, σκουπίδια. || βλάπτω εσωτερικά•

    засорить глаза μου πηγαίνουν τσάχαλα στα μάτια•

    засорить желудок προξενώ έμφραξη του στομάχου.

    || εμφράσσω, βουλώνω, στουπώνω•

    засорить раковину βουλώνω το νεροχύτη.

    || γεμίζω με ζιζάνια (αγριόχορτα). || μτφ. βάζω, χρησιμοποιώ•

    засорить речь вульгарными словами χρησιμοποιώ στην ομιλία χυδαίες λέξεις.

    λερώνομαι, ρυπαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > засорить

  • 49 зачертить

    -черчу, -чертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачерченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω με γραμμές, καταγραμμώνω.
    2. αρχίζω να χαράσσω, να σχεδιάζω.
    καταγραμμώνομαι, γεμίζω με γραμμές.

    Большой русско-греческий словарь > зачертить

  • 50 избороздить

    -зжу, -здишь, παθ. μτχ. ; παρλθ. χρ. изборожденный, βρ: -ден, -дена, -дено;
    ρ.σ.μ.
    1. αυλακώνω, γεμίζω με αυλακιές. || μτφ. καταρυτιδώνομαι, γεμίζω με ρυτίδες, ουλές κ.τ.τ. время -ло его лицо τα χρόνια του ρυτίδωσαν το πρόσωπο του.
    2. μτφ. περιέρχομαι, γυρίζω, περιτρέχω, διασχίζω, διανύω.
    καταρυτιδώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > избороздить

  • 51 исписать

    -шу, -ишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исписанный, βρ: —сан
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γράφω, γεμίζω με γραψίματα.
    2. ζωγραφίζω, γεμίζω με σχεδιαγράμματα.
    3. καταναλώνω στο γράψιμο•

    я -ал последний карандаш τέλειωσα και το τελευταίο μολύβι στο γράψιμο•

    он -ал не мало бумаги αυτός ξόδεψε όχι λίγο χαρτί.

    1. καταναλώνομαι για γράψιμο• τελειώνω.
    2. (για συγγραφέα) στειρεύω.

    Большой русско-греческий словарь > исписать

  • 52 исчертить

    -ерчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исчерченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω με γραμμές, με σχεδιαγράμματα.
    2. φθείρω, σώνω•

    исчертить карандаш σώνω το μολύβι.

    γεμίζω με γραμμές, με σχεδιαγράμματα.

    Большой русско-греческий словарь > исчертить

  • 53 минерализовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. минерализованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. μεταλλοποιώ.
    2. γεμίζω με μεταλλικά στρώματα.
    1. μεταλλοποιούμαι.
    2. γεμίζω με μεταλλικά στρώματα.

    Большой русско-греческий словарь > минерализовать

  • 54 наводнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наводнённый, βρ: -нён, -нена, -нею
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. πλημμυρίζω.
    2. μτφ. γεμίζω, κατακλύζω.
    1. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω.
    2. μτφ. γεμίζω, έχω αφθονία, υπεραφθονώ.

    Большой русско-греческий словарь > наводнить

  • 55 накидать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накиданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρίχνω, γεμίζω•

    накидать кучу камней ρίχνω ένα σωρό πέτρες•

    накидать полный ящик угля γεμίζω ένα κασόνι κάρβουνα.

    Большой русско-греческий словарь > накидать

  • 56 накрошить

    -ошу, -ошишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накрошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. τρίβω, θρυμματίζω κόβω σε μικρά κομματάκια, ψιλοκόβω•

    накрошить хлеб во щи κόβω και ρίχνω κομματάκια ψωμί στην κραμβολαχανόσουπα•

    накрошить табаку τρίβω ή κόβω καπνό.

    2. κάνω ψίχουλα γεμίζω με ψίχουλα•

    накрошить на стол γεμίζω το τραπέζι με ψίχουλα.

    Большой русско-греческий словарь > накрошить

  • 57 насыпать

    насы/ пать 1
    -плю, -плешь, προστκ. насыпь
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, ρίπτω; εκχέω, χύνω•

    насыпать соль на стол χύνω αλάτι στο τραπέζι•

    насыпать песок на дорожку ρίχνω άμμο στο δρομάκι.

    2. γεμίζω•

    мешок опилками γεμίζω ένα σακκί με πριονίδια.

    3. φτιάχνω, ανυψώνω ρίχνοντας επισωρεύω•

    насыпать курган φτιάχνω ανάχωμα•

    насыпать кучу επισωρεύω, φτιάχνω σωρό.

    || χτυπώ νικώ (σε παιγνίδι).
    πέφτω κατά μικρά τεμάχια, επισωρεύομαι επιστρώνομαι•

    -лось много песку έπεσε (επισωρεύτηκε) πολύς άμμος.

    насыпа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. насыпать.
    насыпа/ть 3
    ρ.δ.
    βλ. наспать.

    Большой русско-греческий словарь > насыпать

  • 58 начинить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начиннёный, βρ: -нён, -нено, -нено, ρ.σ.μ.
    1. (μαγρ.) παραγεμίζω•

    начинить пирожки мясом παραγεμίζω πιροσκί με κρέας.

    || γεμίζω•

    начинить патрон порохом γεμίζω τον κάλυκα με μπαρούτη.

    2. μτφ. παρέχω, δίνω, εφοδιάζω με γνώσεις, πλη» ροφορίες κ.τ.τ.
    -чинишь, ρ.σ.μ.
    (με ποσοτική σημ.) επιδιορθώνω. || ξύνω, κάνω τι αιχμηρό•

    начинить много карандашей ξύνω πολλά μολυβιά.

    Большой русско-греческий словарь > начинить

  • 59 недолить

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. στη λ. долить)• δε γεμίζω πλήρως• μισογεμίζω•

    недолить стакан δε γεμίζω πλήρως το ποτήρι.

    Большой русско-греческий словарь > недолить

  • 60 пенить

    -ню, -нишь
    ρ.δ.μ.
    κάνω να αφρίσει., να βγάλει αφρό. || παλ. γεμίζω με αφρώδες υγρό.
    αφρίζω, βγάζω αφρό αφροσκεπά-ζομαι. || γεμίζω (πληρούμαι) με αφρώδες υγρό. || μτφ. εξοργίζομαι, λυσσιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > пенить

См. также в других словарях:

  • γεμίζω — γεμίζω, γέμισα, γεμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: γεμίζω : χωρίς παθητική φωνή, γιατί σημαίνει και → καταλαμβάνω, καλύπτω τελείως κτλ. και → καταλαμβάνομαι, καλύπτομαι τελείως κτλ. Σε ορισμένα λεξικά απαντάται το γεμίζομαι ως παθητικό της… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γεμίζω — fill full of pres subj act 1st sg γεμίζω fill full of pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — γέμισα, γεμισμένος 1. κάνω κάτι να είναι γεμάτο, πληρώ: Γέμισα την μπανιέρα με νερό. 2. ικανοποιώ: Ο γάμος μου δε με γεμίζει. 3. παχαίνω: Γέμισε στη διάρκεια της εγκυμοσύνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεγεμισμένα — γεμίζω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc pl γεγεμισμένᾱ , γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc/acc dual γεγεμισμένᾱ , γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίζετε — γεμίζω fill full of pres imperat act 2nd pl γεμίζω fill full of pres ind act 2nd pl γεμίζω fill full of imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίσω — γεμίζω fill full of aor subj act 1st sg γεμίζω fill full of fut ind act 1st sg γεμίζω fill full of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίσῃ — γεμίζω fill full of aor subj mid 2nd sg γεμίζω fill full of aor subj act 3rd sg γεμίζω fill full of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεγεμισμέναι — γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc pl γεγεμισμένᾱͅ , γεμίζω fill full of perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεγεμισμένον — γεμίζω fill full of perf part mp masc acc sg γεμίζω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμιζόμενον — γεμίζω fill full of pres part mp masc acc sg γεμίζω fill full of pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»