-
41 обжулить
ρ.σ.μ.(απλ.) (ξε)γελώ, απατώ, εξαπατώ, καλουπώνω. -
42 обмануть
-ану, -анешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обманутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. απατώ, εξαπατώ, (ξε)γελώ•обмануть покупателя απατώ (κλέβω) τον αγοραστή•
я -ул его первого апреля τον γέλασα την πρωταπριλιά•
не -ешь не продашь αν δεν ξεγελάσεις δεν πουλάς.
|| μτφ. διαψεύδω, ματαιώνω•он -ул е надежды, ожидания αυτός διέψευσε τις ελπίδες, τις προσδοκίες της.
2. (για συζυγούς) απατώ.3. (για κόρη) παραπλανώ, αποπλανώ, εξαπατώ.1. απατώμαι, εξαπατώμαι, (ξε) γελιέμαι, την παθαίνω, την πατώ, πιάνομαι, κορόιδο, πέφτω θύμα απάτης.2. (για ελπίδες κ.τ.τ.) διαψεύδομαι. -
43 обмишулить
-
44 оболванить
ρ.σ.μ.1. χοντροπελεκώ, πελεκώ πρόχειρα.2. (απλ.) κουρεύω σύρριζα.3. παλ. εκπολιτίζω, εξευγενίζω.4. (απλ.) ξεκουτιαίνω, αποβλακώνω. || απατώ, γελώ κοροιόεύω.κουρεύομαι σύρριζα. -
45 обтяпать
ρ.σ.μ. (απλ.)1. κόβω άγαρμπα, χοντρικά.2. μτφ. τακτοποιώ, διευθετώ, κανονίζω•обтяпать дело τακτοποιώ την υπόθεση.
3. μτφ. (εξ)απατώ, (ξε)γελώ. -
46 обуть
обуго, обуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обутый, βρ: обут-а, -о ρ.σ.μ.1. (υ)ποδένω•обуть ребнка ποδένω το παιδάκι•
обуть сапоги φορώ τις μπότες.
|| εφοδιάζω με υποδήματα.2. (διαλκ.) (εξ)απατώ, (ξε)γελώ. -
47 объехать
-ду, -едешь ρ.σ.1. περιφέρομαι, περιέρχομαι (με μεταφ. μέσο).2. παρακάμπτω, αποφεύγω•объехать камень παρακάμπτω την πέτρα.
3. περιοδεύω, γυρίζω, πηγαίνω παντού. || επισκέπτομαι όλους•объехать всех знакомых επισκέπτομαι όλους τους γνωστούς (γνώριμους).
4. ξεπερνώ•объехать едущую впереди машину προσπερνώ το αυτοκίνητο που πηγαίνει μπροστά.
5. (εξ)απατώ, (ξε)γελώ. -
48 оплести
-ету, -етшь, παρλθ. χρ. оплл-ела, -ело, μτχ. παρλθ. χρ. оплтший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оплетнный, βρ: -тн, -тена, -тено,επιρ. μτχ. оплтши κ. оплетяρ.σ.μ.1. περιπλέκω•оплести бутыль соломой περιπλέκω τη γυάλινη φιάλη με ψαθί.
|| περιτυλίγω, περιελίσσω.2. μτφ. (απλ.) (εξ)απατώ, (ξε)γελώ. -
49 отсмеиваться
ρ.δ. γελώ (αντί για απάντηση). -
50 отсмеяться
-еюсь, -ешьсяρ.σ.παύω να γελώ, σταματώ τα γέλια. -
51 пересмеивать
-
52 подковать
-кую, -кушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. πεταλώνω, καλιγώνω•подковать лошадь πεταλώνω το άλογο.
|| καρφώνω, στερεώνω από κάτω μεταλλικό έλασμα.2. μτφ. εφοδιάζω, καταρτίζω, προετοιμάζω καλά.3. μτφ. (απλ.) εξαπατώ, κοροϊδεύω, γελώ.εφοδιάζομαι, καταρτίζομαι, προετοιμάζομαι καλά (για γνώσεις κλπ.) -
53 подсмеиваться
ρ.δ. (περί)γελώ, κοροϊδεύω. -
54 подтрунить
ρ.σ. (περι)γελώ, εμπαίζω, κοροϊδεύω λίγο• αστειεύομαο λίγο, χωρατεύω. -
55 причина
-ы θ.αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•
причина войны αιτία πολέμου•
расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•
смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•
причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•
по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•
по той -е, что... για το λόγο ότι•
скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•
неосновательная причина αβάσιμη αιτία•
по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•
уважительная причина σοβαρός λόγος•
без -ы αναίτια•
по -е παλ. ένεκα τούτου.
-
56 скалить
-лю, -лишьρ.δ.: скалить зубыα) δείχνω τα δόντια (φοβερίζω)•собака -ла зубы το σκυλί έδειχνε τα δόντια•
β) γελώ• χαμογελώ.1. φαίνομαι•у него -лись зубы του φάνηκαν τα δόντια.
2. βλ. скалить зубы. -
57 слеза
-ы, πλθ. слзы, δοτ. слезам θ.1. το δάκρυ•слзы текут δάκρυα τρέχουν•
лить слзы χύνω δάκρυα•
заливаться -ами αναλύομαι σε δάκρυα•
удержать слзы συγκρατώ τα δάκρυα•
смеяться до слз γελώ μέχρι δάκρυα•
говорить сквозь слз μιλώ μέσα από τα δάκρυα•
разразиться -ами ξεσπώ σε δάκρυα.
2. μτφ. σταγόνα, σταγονίδιο.εκφρ.пролить ή пустить -у – αρχίζω να κλαίω. -
58 тешить
-шу, -шишьρ.δ.μ.1. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ. || ικανοποιώ•тешить своё самолюбие ικανοποιώ τον εγωισμό μου ή το φιλότιμο μου.
2. παρηγορώ, βαυκαλίζω•тешить себя на-дждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με ελπίδες.
1. διασκεδάζω, τέρπομαι, ψυχαγωγούμαι. || ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι• αρέσκομαι.2. γελώ με κακία• περιγελώ, κοροϊδεύω, χλευάζω.3. παρηγορούμαι, βαυκαλίζομαι. -
59 хихикать
ρ.δ. γελώ αδύνατα, ελαφρά.
См. также в других словарях:
γέλῳ — γέλῳ̆ , γέλως laughter masc/fem dat sg (epic) γέλῳ̆ , γέλως laughter masc nom pl γέλῳ̆ , γέλως laughter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
γελώ — γελάω / γελώ, γέλασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γέλω ἔκθανον. — γέλω ἔκθανον. См. Помирать со смеху … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γελώ — γέλασα, γελάστηκα, γελασμένος 1. εκφράζω αυτό που αισθάνομαι με γέλιο, ξεσπώ σε γέλια: Γέλασα πολύ με το ανέκδοτο που μας είπε. 2. κοροϊδεύω, περιγελώ: Γελάει ο κόσμος με το φέρσιμό σου. 3. εξαπατώ, παραπλανώ: Με γέλασε το αθώο βλέμμα της. 4. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελῶ — γελάω laugh pres imperat mp 2nd sg γελάω laugh pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh fut ind act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελῷ — γελάω laugh pres opt act 3rd sg γελάω laugh fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄσβεστον γέλω. — ἄσβεστον γέλω. См. Гомерический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γέλωι — γέλῳ̆ , γέλως laughter masc/fem dat sg (epic) γέλῳ̆ , γέλως laughter masc nom pl γέλῳ̆ , γέλως laughter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλων — γέλω̆ν , γέλως laughter masc/fem acc sg γέλως laughter masc gen pl γέλω̆ν , γέλως laughter masc acc sg γελάω laugh imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γελάω laugh imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)