-
21 проезжать
проезжатьнесов1. (мимо) περνώ ἀπό/ πηγαίνω μέ μεταφορικό μέσο (на чем-л.):\проезжать на велосипеде (автомобиле) πηγαίνω μέ ποδήλατο (μέ αὐτοκίνητο)·2. (покрывать расстояние) διατρέχω:\проезжать· 60 км. в час διατρέχω 60 χιλ. τήν ὠρα \проезжаться:\проезжаться на че́й-л. счет разг εἰρωνεύομαι κάποιον, γελῶ σέ βάρος κάποιου. -
22 рассмеяться
рассмеятьсясов γελώ, βάζω τά γέλια. -
23 расхохотаться
расхохотатьсясов βάζω τα γέλοια, ξεκαρδίζομαι νά γελώ. -
24 скалить
скалитьнесов:\скалить зу́бы а) δείχνω τά δόντια, б) перен γελώ κοροϊδευτικά. -
25 слеза
слез||аж τό δάκρυ[ον]:заливаться \слезаа́ми ἀναλύομαι σέ δάκρυα· пла́кать горьрми \слезаа́ми χύνω πικρά δάκρυα· разражаться \слезаа́ми μέ παίρνουν τά δάκρυα, Μ· πιάνουν τά κλάμματα· смеяться сквозь \слезаы κλαίω καί γελῶ· смеяться до слез ϊελώ μέχρι δακρύων доводить до слез κάνω κάποιον νά κλάψει· до слез больно (обидно и т. п.) σοὔρχεται νά κλάψεις ἀπό τήν στενοχώρια· пустить \слезау ирон. ἀρχίζω νά ψευτοκλαίω· ◊ крокодиловы слезы ирон. τά κροκοδείλια δάκρυα -
26 хихик
хихик||нуть однокр. γελῶ πνιχτά. -
27 рассмеяться
[ρασσμιγιάτσα] ρ. γελώ -
28 смеяться
[σμιγιάτσα] ρ. γελώ -
29 усмехаться
[ουσμιχάτσα] ρ. γελώ -
30 хохотать
[χαχατάτ*] ρ. χαχανίζω, γελώ -
31 рассмеяться
[ρασσμιγιάτσα] ρ γελώ -
32 смеяться
[σμιγιάτσα] ρ γελώ -
33 усмехаться
[ουσμιχάτσα] ρ γελώ -
34 хохотать
[χαχατάτ'] ρ χαχανίζω, γελώ -
35 борода
-ы, αιτ. бороду, πλθ. бороды, -од θ.1. γένι, γένια, γενιάδα•отпускать -у αφήνω γένια•
длинная борода μακριά γενιάδα.
2. τα δυο υποράμφια λειριά•петушья борода τα υποράμφια Αειριά του κόκκορα.
εκφρ.смеяться в -у – κρυφογελώ, γελώ κάτω από τα μουστάκια. -
36 высмеять
-ею, -еешьρ.σ.μ.περιγελώ, εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω.καταγελώ, ξεκαρδίζομαι στα γέλια, γελώ με την καρδιά μου, με την ψυχή μου. -
37 досмеяться
-егась, -ешьсяρ.σ.γελώ ως που' он -лся до слз αυτός γέλασε ως που δάκρυσε. -
38 нагреть
-ею, -еешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагретый, βρ: нагрет-а, -оρ.σ.μ.1. θερμαίνω, ζεσταίνω.2. μτφ. (απλ.) απατώ, κάνω απάτη; γελώ•его -л на сорок рублей του έφαγε σαράντα ρούβλια.
εκφρ.нагреть руки – αΐτ-σχροκερόώ, βγάζω αθέμιτα κέρδη.θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι•утюг -лся το σίδερο σιδερώματος ζεστάθηκε (έκαψε).
-
39 надругаться
ρ.σ. (над кем) προσβάλλω, εμπαίζω, χλευάζω,περιγελώ•надругаться над чьими-л. чувствами προσβάλλω τα αισθήματα κάποιου•
надругаться над чьими-н. горем, слезами γελώ με τη δυστυχία, τα δάκρυα κάποιου.
-
40 недовесить
-шу, -еешь.лае.- μτχ. παρλθ. χρ. недовешенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.ζυγίζω ξίκικα, κλέβω (γελώ, τρώγω) στοζΰγί.
См. также в других словарях:
γέλῳ — γέλῳ̆ , γέλως laughter masc/fem dat sg (epic) γέλῳ̆ , γέλως laughter masc nom pl γέλῳ̆ , γέλως laughter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
γελώ — γελάω / γελώ, γέλασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γέλω ἔκθανον. — γέλω ἔκθανον. См. Помирать со смеху … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γελώ — γέλασα, γελάστηκα, γελασμένος 1. εκφράζω αυτό που αισθάνομαι με γέλιο, ξεσπώ σε γέλια: Γέλασα πολύ με το ανέκδοτο που μας είπε. 2. κοροϊδεύω, περιγελώ: Γελάει ο κόσμος με το φέρσιμό σου. 3. εξαπατώ, παραπλανώ: Με γέλασε το αθώο βλέμμα της. 4. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελῶ — γελάω laugh pres imperat mp 2nd sg γελάω laugh pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh fut ind act 1st sg (attic epic ionic) γελάω laugh imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελῷ — γελάω laugh pres opt act 3rd sg γελάω laugh fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄσβεστον γέλω. — ἄσβεστον γέλω. См. Гомерический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γέλωι — γέλῳ̆ , γέλως laughter masc/fem dat sg (epic) γέλῳ̆ , γέλως laughter masc nom pl γέλῳ̆ , γέλως laughter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλων — γέλω̆ν , γέλως laughter masc/fem acc sg γέλως laughter masc gen pl γέλω̆ν , γέλως laughter masc acc sg γελάω laugh imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γελάω laugh imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)