-
1 γαστριζομένω
-
2 γαστριζομένῳ
См. также в других словарях:
γαστριζομένῳ — γαστρίζω punch pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γαστριζομένω
2 γαστριζομένῳ
γαστριζομένῳ — γαστρίζω punch pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)