-
1 γέφῡρα
γέφῡρα, ἡ, wahrscheinl. von γῆ, γέα, und φύρω, = ein künstlicher Erdwall, ein Damm, vgl. Etym. m. 229, 9; Hom. hat das Wort siebenmal; zweimal in eigentlichster Bedeutung, Erdwall, Damm, Iliad. 5, 88 und 89 ποταμῷ πλήϑοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ' ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας· τὸν δ' οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν, οὔτ' ἄρα ἕρκεα ἴσχει ἀλωάων ἐριϑηλέων. Mehrmals πολέμοιο γέφυραι, plur. Homerisch anstatt des sing., der Raum, durch welchen zwei feindliche Heere vor dem Beginne des Handgemenges wie durch einen Damm getrennt werden, und auf welchem sie nachher kämpfen, schlechtweg = der Wahlplatz, das Schlachtfeld; immer πολέμοιο (πτολέμοιο) γεφύρας accus. Versende: Iliad. 4, 371 τί πτώσσεις, τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας; 11, 160 ἵπποι κείν' ὄχεα κροτάλιζον ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας; 20, 427 οὐδ' ἂν ἔτι δὴν ἀλλήλους πτώσσοιμεν ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας; 8, 378 ἢ νῶι Ἕκτωρ γηϑήσει προφανείσα ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας; 8, 553 οἱ δὲ μέγα φρονέοντες ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας εἵατο παννύχιοι, πυρὰ δέ σφισι καίετο πολλά, v. l. ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρας, ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρῃ, ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρῃ, Scholl. Didym. γράφεται γεφύρῃ, Scholl. Nicanor. προηγουμένως μὲν τοῖς ἑξῆς συναπτέον· τὸν γὰρ τόπον ἐν ᾧ ἡ τοῦ πολέμου συμβολὴ γίνεται, γέφυραν εἶπε πολέμου [ἢ τὰς διαβάσεις αὐτὰς αἷς ἐν τοῖς πολέμοις ἐχρῶντο]. λόγον δὲ ἔχει καὶ τοῖς ἄνω συνάπτειν ἵν' ᾖ περίφρασις, πολέμοιο γεφύρῃ ἀντὶ τοῦ τῷ πολέμῳ· ὁ δὲ λόγος, μέγα φρονοῦντες ἐπὶ τῷ πολέμῳ, τουτέστι τῷ κεκρατηκέναι κατὰ τὸν πόλεμον. Die eingeklammerken Worte sind unächt, s. Friedländer, welcher auch mit Recht annimmt, daß Nicanor im Homer ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρῃ schrieb. – In der Bedeutung Erdwall gebraucht Pind. das Wort, N. 6, 40, wo der korinthische Isthmus πόντου γέφυρα heißt, u. I. 4, 20 (3, 38), γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνϑου τειχέων. Die gewöhnliche Bed. aber nach Hom. ist = B rü che; Her. 4, 85. 97; Att.; γέφυραν ζευγνύναι, γεφύρᾳ ζευγνύναι ποταμόν, eine Brücke über den Fluß schlagen; Ggstz λύειν, sie abbrechen. [ ñ ñ ñ erst Sp., wie Ep. ad. 632 ( App. 223).]
-
2 γέφῡρα
γέφῡρα, ein künstlicher Erdwall, ein Damm; der Raum, durch welchen zwei feindliche Heere vor dem Beginne des Handgemenges wie durch einen Damm getrennt werden, und auf welchem sie nachher kämpfen, schlechtweg = der Wahlplatz, das Schlachtfeld; der korinthische Isthmus: πόντου γέφυρα; Brücke; γέφυραν ζευγνύναι, γεφύρᾳ ζευγνύναι ποταμόν, eine Brücke über den Fluß schlagen; Ggstz λύειν, sie abbrechen -
3 γεφυρα
ἥ(Anth. тж. ῡ) Hom. только pl.
1) воен. полоса земли между враждебными армиями, предполье, плацдарм(πολέμοιο γέφυραι Hom.)
2) полоса, плотинаγ. ποντιάς или πόντου Pind. = Ἰσθμός
3) мост(γέφυραν ζευγνύναι Her.; γέφυραν λύειν Xen.)
γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. — мост, соединяющий оба материка -
4 γέφυρα
1 bridge met. πόντου τε γέφυῤἀκάμαντος ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι Κρεοντίδαν τίμασε Ποσειδάνιον ἂν τέμενος i. e. the Isthmus N. 6.39 ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων the Isthmus I. 4.20 -
5 γέφυρα
γέφῡρα ([dialect] Boeot. [full] βέφυρα Stratt.47.5), [dialect] Lacon. [full] δίφουρα Hsch., Cret. [full] δέφυρα GDI5000 iiA b 6 ([place name] Gortyn), ἡ (used by Hom. only in Il., always in pl.):—dyke, dam,ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ' ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας· τὸν δ' οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσι Il.5.88
; cf. γεφυρόω: metaph., πολέμοιο γέφυραι, expld. by Sch.Il. as αἱ δίοδοι τῶν φαλάγγων, i. e. the open space between hostile armies, but more prob. limits of the battlefield, Il.4.371, 11.160, etc.; πόντου γ. of the Isthmus of Corinth, causeway through the sea, Pi.N.6.39, cf.I. 4(3).20; so, of the causeway between Athens and Eleusis, Carm.Pop.9; at the Euripus, Str.9.2.2.II after Hom., in sg., bridge,γέφυραν ζευγνύναι Hdt.4.97
, cf. 1.75 (pl.);γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν A. Pers. 736
;γ. λῦσαι X.An.2.4.17
;πόρον ὑπὲρ γεφυρῶν ἄγοντες Lib. Or.11.243
; also, of a tunnel,ὑποστείχει γ. Philostr.VA1.25
. -
6 γέφῦρα
γέφῦρα, only pl.: dams, dikes; τὸν δ' οὔτ ἄρ τε γέφῦραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσι, Il. 5.88; met., πτολέμοιο γεφῦραι, ‘bridges of war,’ the lanes between files and columns on the battle-field.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γέφῦρα
-
7 γέφυρα
η прям., перен. мост;πλωτή γέφυρα — понтонный мост κρεμαστή (κινητή) γέφυρα — висячий (разводной) мосг;
αίρομένη ( — или σηκωτή) γέφυρα — подъёмный мост;
εναέριος γέφυρα — воздушный мост;
γέφυρα του καπετάνιου — капитанский мостик;
κάνω ( — или κατασκευάζω) γέφυρα — строить мост;
развести мост;απλώνω γέφυρα перен. — наводить мосты;
η πολιτική των γεφυρών политика наведения мостов -
8 γεφύρα
γεφύ̱ρᾱ, γέφυραb: fem nom /voc /acc dual——————γεφύ̱ρᾱͅ, γέφυραb: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 γεφύρᾳ
Βλ. λ. γεφύρα -
10 γέφυρα
γέφῡρα, γέφυραb: fem nom /voc sg -
11 γέφυρα
-
12 γέφυρα
[ гефира] ουσ. в. мост,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γέφυρα
-
13 γέφυρα
-ας ἡ N 1 0-0-1-0-1=2 2 Mc 12,13; Is 37,25bridge 2 Mc 12,13ἔθηκα γέφυραν I have made a bridge Is 37,25 -
14 γέφυρα
[ гефира] ουσ θ мост. -
15 γέφυρα
моcтГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > γέφυρα
-
16 γέφυρα
1) bridge2) pont -
17 γέφυρα
1) brydż (m) rzecz.2) mostek (m) rzecz.3) pomost (m) rzecz. -
18 γέφυρα
1) bridž2) most3) můstek -
19 γέφυρα
bridgeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γέφυρα
-
20 ποντο-γέφυρα
ποντο-γέφυρα, ἡ, Meerbrücke, Sp.
См. также в других словарях:
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
γέφυρα — η 1. κατασκευή πάνω από ποτάμια ή χαράδρες που χρησιμεύει ως πέρασμα ανθρώπων, ζώων ή οχημάτων: Κρεμαστή γέφυρα. 2. μτφ., το μέσο προσέγγισης ή ο τόπος απ όπου περνά κάποιος: Το Βυζάντιο ήταν για αιώνες η γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γέφυρα — Sp Gèfyra Ap Γέφυρα/Gefira L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
γεφύρα — γεφύ̱ρᾱ , γέφυρα b fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεφύρᾳ — γεφύ̱ρᾱͅ , γέφυρα b fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — γέφῡρα , γέφυρα b fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γέφυρα Ισθμού — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 75 μ., 192 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου Περαχώρας … Dictionary of Greek
Γέφυρα Μπανιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 98 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου … Dictionary of Greek
Αδάμ, Γέφυρα του– — Ύφαλοι που εκτείνονται σε μήκος περίπου 30 χλμ. ανάμεσα στη ΝΑ ακτή της Ινδίας και στο νησί Σρι Λάνκα. Λέγονται και Γέφυρα του Ραμά και θεωρούνται από τις τοπικές παραδόσεις πανάρχαια υπολείμματα λιθόστρωτου δρόμου που ένωνε το νησί με την Ινδική … Dictionary of Greek
Μεγάλη Γέφυρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 268 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Αλιάκμονα και σε απόσταση 37 χλμ. Β της Κατερίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγινίου … Dictionary of Greek
Liste de ponts de Grèce — Cette liste de ponts de Grèce a pour vocation de présenter une liste de ponts remarquables de Grèce, tant par leurs caractéristiques dimensionnelles, que par leur intérêt architectural ou historique. Le pont Rion Antirion La catégorie lien donne… … Wikipédia en Français