-
1 βαρύγδουπος
1 loud thunderingβαρυγδούπων ἀνέμων P. 4.210
of Zeus,βαρυγδούπῳ πατρὶ O. 6.81
βαρυγδούπου Διός O. 8.44
-
2 βαρύγδουπος
βᾰρῠ-γδουπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύγδουπος
-
3 βαρυγδούποιο
βαρύγδουποςloud-thundering: masc /fem /neut gen sg (epic) -
4 βαρυγδούποις
βαρύγδουποςloud-thundering: masc /fem /neut dat pl -
5 βαρυγδούποισι
βαρύγδουποςloud-thundering: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
6 βαρυγδούποισιν
βαρύγδουποςloud-thundering: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
7 βαρυγδούπου
βαρύγδουποςloud-thundering: masc /fem /neut gen sg -
8 βαρυγδούπων
βαρύγδουποςloud-thundering: masc /fem /neut gen pl -
9 βαρυγδούπω
-
10 βαρυγδούπῳ
-
11 βαρύδουπος
βᾰρῠ-δουπος, ον,A = βαρύγδουπος (q.v.), Mosch.2.120;θρῆνος Epigr.Gr.344.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύδουπος
См. также в других словарях:
βαρύγδουπος — και βαρύδουπος, η, ο (Α βαρύγδουπος, ον και AM βαρύδουπος, ον) αυτός που προκαλεί βαρύ γδούπο, κρότο νεοελλ. εκείνος που προκαλεί κενό, περιττό θόρυβο … Dictionary of Greek
βαρυγδούποιο — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούποις — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούποισι — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούποισιν — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούπου — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούπων — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούπῳ — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
βαρύδουπος — ον βλ. βαρύγδουπος … Dictionary of Greek
γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… … Dictionary of Greek