-
1 βελτιστον
-
2 Δυο κακών προκειμένων το μη χείρον βέλτιστον
– Μεταξύ δυο κακών το μη χείρον βέλτιστον• Из двух зол выбирают меньшееИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δυο κακών προκειμένων το μη χείρον βέλτιστον
-
3 Μεταξύ δυο κακών το μη χείρον βέλτιστον
– Μεταξύ δυο κακών το μη χείρον βέλτιστον• Из двух зол выбирают меньшееИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μεταξύ δυο κακών το μη χείρον βέλτιστον
-
4 Δύο κακών προκειμένων, το μη χείρον βέλτιστον
• Из двух зол выбирают наименьшееИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δύο κακών προκειμένων, το μη χείρον βέλτιστον
-
5 δυσμαχεω
-
6 παρεχω
(fut. παρέξω и παρασχήσω, impf. παρεῖχον - эп. πάρεχον, aor. 2 παρέσχον - Hes. παρέσχεθον, pf. παρέσχηκα; inf. παρασχεῖν - эп. παρασχέμεν) тж. med.1) держать наготове(φάος πάντεσσι Hom.)
2) содержать:(Ἰνδὸς) κροκοδείλους παρέχεται Her. Инд служит обиталищем (досл. содержит в себе) крокодилов; παρέχεσθαι ἔθνεα ἀμαθέστατα Her. быть населенным весьма некультурными племенами
3) (по)давать, предлагать(δῶρα, σῖτον Hom.; med. ἀψεύδεα μαντήϊα Her.)
4) давать, доставлять(νέας Her.; χρήματα Thuc.; τινὴ πάντα NT.; θάλασσα παρέχει ἰχθῦς Hom.)
π. δύναμιν εἰς τέν στρατιάν Her. — доставлять людей для войска;π. ἑαυτὸν χρῆσθαί τινι Xen. — предоставлять себя в чьё-л. распоряжение;5) подставлять(τὸ ἑαυτοῦ σῶμα π. τύπτειν Arph.; τῷ τύπτοντι τῆν ἄλλην σιαγόνα NT.)
6) вызывать, причинять, внушать(φόβον Hom.; πόνον Her.; πένθος Soph.; κόπους τινί NT.)
ἀλλήλῃσι γέλω τε καὴ εὐφροσύνην π. Hom. — возбуждать друг в друге смех и веселье;π. ὕμνον πολύν Pind. — вдохновлять на множество гимнов;αἴσθησιν π. Thuc. — обращать на себя внимание7) обнаруживать, выказывать, проявлять(φιλότητα Hom.; εὔνοιαν Soph.; φιλανθρωπίαν τινί NT.; med.: προθυμίαν Her.; τέν ἰσότητα τοῖς δούλοις NT.)
; π. σπάνιον αὑτόν Plat. редко показываться (на людях); ἡσυχίαν παρασχεῖν NT. успокоиться8) предоставлять, разрешать, позволять(ἀντιφωνῆσαι Soph.)
; impers.παρέχει ἡμῖν Her. — у нас есть возможность;
παρέχον Her. — так как есть возможность;παρασχόν Thuc. — поскольку было возможно9) представлять, приводить(τινὰ εἰς τέν βουλήν Lys.; med. τινα μάρτυρα Plat.)
τεκμήριον παρέχεσθαί τι Plat. — приводить что-л. в доказательство;πόλιν μεγίστην παρεχόμενος Thuc. — являясь представителем великого государства10) делать (кого-л. кем-л. или каким-л.)(τινὰ βέλτιστον Xen.)
π. τι σῶον Xen. — держать что-л. в сохранности;παρέχεσθαι τινα ἀβλαβῆ Xen. — сохранить кого-л. невредимым;π. γῆν ἄσυλον Eur. — сделать страну прибежищем;πάρεχ΄ ἐκποδών Arph. — уходи прочь -
7 βέλτιστος
ος, ον наилучший, отличный, превосходный;τό μη χείρον βέλτιστον ( — выбирать) наименьшее зло;
§ σού εύχομαι τα βέλτιστα — желаю тебе всего наилучшего
-
8 μεταξύ
1. επίρρ.1) между, посредине;μεταξύ Χίου και Μυτιλήνης — между Хиосом и Митиленой;
μεταξύ της τρίτης και της τετάρτης πρωινής ώρας — или μεταξύ τρείς και τέσσερες το πρωΐ — между тремя и четырьмя часами утра;
2) между, среди;τον διέκρινα μεταξύ των διαδηλωτών — я его заметил среди демонстрантов;
§ μεταξύ των άλλων — между прочим;
ζωής και τάφου ( — или θανάτου) — между жизнью и смертью;μεταξύ σφύρας και άκμονος — между молотом и наковальней;
μεταξύ δυό πυρών — между двух огней;
μεταξύ φίλων — среди друзей;
μεταξύ μας (σας, των, τους) — между нами (вами, ними);
υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των — между ними большая разница;
τρώγονται μεταξύ τους — они грызутся между собой;
αυτό να μείνει μεταξύ μας, παρακαλώ — я прошу вас, чтобы это осталось между нами;
διακανονίστηκαν ( — или ρυθμίστηκαν) οι μεταξύ μας διαφορές — наши разногласия урегулированы;
δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον — погов, из двух зол выбирают меньшее;2. επίθ. άκλ. ;ο μεταξύ χρόνος — промежуток времени;
3. (τό) εν τω μεταξύ — или σ' αυτό το μεταξύ — между тем, пока это происходило;
στο μεταξύ — а) в промежутке (о времени); — б) между тем, тем временем
-
9 χείρων
(ονος), ων, ον худший;§ επί τα χείρω — к худшему;
δύο κακών προκειμένων, το μη χείρον βέλτιστον погов, из двух зол выбирают наименьшее
См. также в других словарях:
βέλτιστον — βέλτιστος best masc acc sg βέλτιστος best neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… … Wikipedia
βέλτιστος — η, ον βέλτιστος, η, ον (AM) (υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατος αρχ. 1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε αγαπητέ, φίλε μου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι οι αριστοκρατικοί 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον α) η … Dictionary of Greek
μεταξύ — (ΑΜ μεταξύ, Α και μετοξύ) επίρρ. 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) μεταξύ ή το μεταξύ α) (τοπικά) στο μέσο, στη μέση, ανάμεσα («οὐδέ καρπὸν ἐδηλήσαντ , ἐπεὶ ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», Ομ. Ιλ.) β) ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία 2 … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ … Dictionary of Greek
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek
БЛАГО — [греч. τὸ ἀγαθόν, τὸ εὖ, τὸ καλόν; лат. bonum, bonitas], конечный (предельный) предмет стремления человека, движение к к рому не нуждается в дальнейшем обосновании; в богословии одно из Божественных имен (см. Имя Божие). Как философская категория … Православная энциклопедия