Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βωμο-λόχος

См. также в других словарях:

  • νυκτιλόχος — νυκτιλόχος, ον (ΑΜ) αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη νύχτα («τὸ αἴτιον νυκτιλόχος μανία» η μανία που εκδηλώνεται κατά τη νύχτα, Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λόχος (πρβλ. βωμο λόχος)] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθολόχος — ὀρνιθολόχος, δωρ. τ. ὀρνιχολόχος, ον (Α) αυτός που κυνηγάει και πιάνει πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος / ιχος + λόχος «ενέδρα» (πρβλ. βωμο λόχος)] …   Dictionary of Greek

  • βωμολόχος — α, ο (Α βωμολόχος, ον) αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία νεοελλ. όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες αρχ. 1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας 2. όποιος χρησιμοποιεί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»