-
1 βυζαίνω
(αόρ. (ε)βύζαξα и (ε)βύζασα, παθ. αόρ. (ε)βυζάχτηκα) μετ.1) сосать грудь; 2) кормить грудью; 3) сосать, высасывать, вытягивать (тж. перен.);βυζαίνομαι — быть кормящей матерью, кормить грудью
-
2 βυζαίνω
téter -
3 téter
βυζαίνω -
4 сосать
сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.1. βυζαίνω•ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.
|| γλείφω, πιπιλίζω•сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.
|| μτφ. μυζώ, απομυζώ•сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.
|| ρουφώ•сосать чай ρουφώ το τσάι.
|| πίνω•пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.
2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.
1. βυζαίνω, θηλάζω.2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι. -
5 грудь
грудь ж το στήθος ο θώ ρακας (грудная клетка)' кормить \грудью βυζαίνω* * *жτο στήθος; ο θώρακας ( грудная клетка)корми́ть грудью — βυζαίνω
-
6 сосать
-
7 кормить
кормлю, кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кормленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ. μ.1. τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω•кормить лошадей ταΐζω τ άλογα•
кормить с рук собаку ταΐζω το σκυλί στο χέρι•
кормить свинью на убой τρέφω γουρούνι για σφάζιμο•
кормить сотно (досыта) τρέφω χορταστικά, καλοθρέφω•
кормить больного ταΐζω τον άρρωστο•
кормить ребёнка с ложки ταΐζω το παιδάκι με το κουτάλι.
|| θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ•кормить грудью βυζαίνω•
сука -ла щенят η σκύλα βύζανε τα κουταβάκια.
2. συντηρώ, διατηρώ, ζω•он -ил всю семьи αυτός ζούσε όλη την οικογένεια•
дети обязаны кормить своих родителей в случае нужды τα παιδιά έχουν υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους σε περίπτωση ανάγκης.
εκφρ.кормить вшей (клопов) – (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση)•кормить обещаниями – υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις•хлебом не -и кого – σ αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δός του μόνο δουλειά.τρέφομαι• συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι•кормить своим трудом συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου.
-
8 насосать
-осу, -осшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насосанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ.1. απορροφώ, πιπιλίζω, Βυζαίνω.2. αντλώ, τρομπάρω, γεμίζω τρομπάροντας.3. βλάπτω βυζαίνοντας•насосать грудь βλάπτω το στήθος (μαστούς) βυζαίνοντας πολύ.
1. βυζαίνω πολύ ή ώσπου χορταίνω•ребёнок -лся молока το βρέφος χόρτασε (να βυζαίνει) γάλα.
2. μτφ. ρουφώ, τραβώ, σουρώνω, μεθώ. -
9 поить
пою, поишь ρ.σ.μ. ποτίζω, δίνω να πιει•на свадьде -ли гостей вином στο γάμο τους καλεσμένους τους πότισαν κρασί•
поить скот ποτίζω τα ζώα.
|| προσφέρω•поить чаем προσφέρω τσάι.
|| βυζαίνω•поить телят βυζαίνω τα μοσχαράκια.
|| αρδεύω•дождь -ит землю η βροχή ποτίζει τη γη.
εκφρ.— (и) кормить – συντηρώ, διατρέφω. -
10 сусолить
ρ.δ.μ. (απλ.).1. ρουφώ, βυζαίνω•сусолить палец βυζαίνω το δάχτυλο.
2. λερώνω•-фартук λερώνω την ποδιά.
3. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου.λερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
11 выкармливать
выкармливатьнесов τρέφω, θρέφω, μεγαλώνω (о животных)/ θηλάζω, γαλουχώ, βυζαίνω (грудью). -
12 засосать
засосатьсов1. (начать сосать) παίρνω τό βυζί, ἀρχίζω νά βυζαίνω·2. см. засасывать. -
13 кормить
корм||и́тьнесов1. (питать) τρέφω, θρέφω, σιτίζω/ ταγίζω, ταίζω (чаще животных):\кормить досыта ταίζω χορταστικά· \кормить на убой разг τρέφω γιά σφάξιμο·2. (грудью) θηλαζω, γαλουχώ, βυζαίνω·3. (содержать) διατρέφω, συντηρώ, διατηρώ:\кормить всю семью συντηρώ ὀλη τή οἰκο-γένεια· ◊ \кормить обещаниями τρέφω μέ ὑποσχέσεις· соловья ба́снями не кормят погов. νηστικό ἀρκοϋδι δέν χορεύει. -
14 обсасывать
обсасыватьнесов πιπιλίζω, βυζαίνω. -
15 сосать
сосатьнесов ἐκμυζώ, πιπιλίζω:\сосать грудь θηλάζω, βυζαίνω· ◊ у меня сосет под ложечкой αίσθάνομαι δάγκωμα στό στομάχι. -
16 βυζάνω
см. βυζαίνω -
17 suck
1. verb1) (to draw liquid etc into the mouth: As soon as they are born, young animals learn to suck (milk from their mothers); She sucked up the lemonade through a straw.) ρουφώ/βυζαίνω2) (to hold something between the lips or inside the mouth, as though drawing liquid from it: I told him to take the sweet out of his mouth, but he just went on sucking; He sucked the end of his pencil.) πιπιλίζω3) (to pull or draw in a particular direction with a sucking or similar action: The vacuum cleaner sucked up all the dirt from the carpet; A plant sucks up moisture from the soil.) αναρροφώ,απορροφώ4) ((American) (slang) to be awful, boring, disgusting etc: Her singing sucks; This job sucks.) βρωμάω,είμαι άθλιος/σιχαμερός2. noun(an act of sucking: I gave him a suck of my lollipop.) πιπίλισμα- sucker- suck up to -
18 всосать
всосу, всосёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всосанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.ροφώ, ρουφώ, αναρροφώ, μυζώ., βυζαίνω, τραβώ•всосать влагу из почвы τραβώ υγρασία από το έδαφος.
εκφρ.всосать с молоком (матери) – αφομοιώνω από μικρός.ρουφιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 выкормить
-млю, -мишь ρ.σ.μ.1. τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, κρατώ, μεγαλώνω. || θηλάζω, βυζαίνω.2. ταίζω καλά.ταΐζομαι καλά, χορταίνω. -
20 высосать
-осу, -осешьρ.σ.μ.ροφώ•высосать сок из апельсина,ροφώ το χυμό του πορτοκαλιού.
|| μτφ. απομυζώ, ξ’έζουμίζω, εξαντλώ (οικονομικά).εκφρ.высосать все соки – ξεζουμίζω, κατεξαντλώ, ρουφώ το αίμα•высосать из пальца – βυζαίνω το δάχτυλο, μωρολογώ, λέγω στα κουτουρού, απερίσκεπτα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βυζαίνω — βυζαίνω, βύζαξα βλ. πίν. 116 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… … Dictionary of Greek
βυζαίνω — αξα, άχτηκα, βυζαγμένος 1. μτβ., θηλάζω κάποιον: Η σκύλα βυζαίνει τα κουτάβια της. 2. αμτβ., θηλάζω: Βυζαίνει το μωρό της εδώ και οχτώ μήνες. 3. ρουφώ, πιπιλίζω: Τα παιδιά βυζαίνουν τα γλειφιτζούρια. 4. αποσπώ συστηματικά οφέλη από κάποιον,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυζαστής — και βυζαχτής, ο 1. αυτός που του αρέσει να θηλάζει 2. όποιος απομυζά την περιουσία άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βυζαστής < εβύζασα, αόρ. του ρ. βυζαίνω, ο δε τ. βυζαχτής < εβύζαξα, αόρ. του βυζαίνω] … Dictionary of Greek
θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αβύζαχτος — η, ο [βυζαίνω] αυτός που δεν τόν θήλασαν, αθήλαστος … Dictionary of Greek