-
1 βρέφος
1 child ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος Iamos O. 6.33 “ ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” Aristaios P. 9.62 ] ἐπὶ βρέφος οὐρανίου Διός[ Herakles Pae. 20.9 -
2 βρέφος
βρέφος, ους, τό① a child that is still unborn, fetus, child (Il. 23, 266; Plut., Mor. 1052f; Diosc. 5, 74; SIG 1267, 23; IAndrosIsis, Kyme 18; PGM 8, 1 ἐλθέ μοι κύριε Ἑρμῆ ὡς τὰ βρέφη εἰς τ. κοιλίας τ. γυναικῶν; PFlor 93, 21 τὸ ἐν γαστρὶ βρέφος; Sir 19:11; Ps.-Phocyl. 184; Jos., Ant. 20, 18; s. ἐξαμβλόω) Lk 1:41, 44.② a very small child, baby, infant (Pind.+; PFamTebt 20, 15; PMich 423/24, 13; 17; 20; BGU 1104, 24; POxy 1069, 22 al.; 1 Macc 1:61; 2 Macc 6:10; 4 Macc 4:25; TestSol 13:3, 4; ApcSed 9; ApcEsdr p. 28, 13 Tdf.; Philo; ViJer 7; Jos., Bell. 6, 205; Tat. 30, 1) Lk 2:12, 16; GJs 9:2; 22:2 (Diod S 2, 4, 5 herdsmen find a divine child, Semiramis [εὑρεῖν τὸ βρέφος]; of Plato as infant s. παρίστημι 1bα); Lk 18:15; Ac 7:19; νήπια β. (Dio Chrys. 10 [11], 29; En 99:5 [restored]) Hs 9, 29, 1; cp. 3; ἀπὸ βρέφους from childhood 2 Ti 3:15 (Ptolem., Apotel. 2, 3, 40; Philo, Spec. Leg. 2, 33; more freq. ἐκ β.: Philo, Somn. 1, 192; Anth. Pal, 9, 567). In imagery 1 Pt 2:2.—On caution respecting usage in grave ins s. New Docs 4, 40f.—B. 92. DELG. M-M. TW. -
3 βρέφος
-
4 βρέφος
Grammatical information: n.Meaning: `newborm child, young of an animal' (Il.).Compounds: βρεφο-κτόνος `child-killing' (Lyc.)Etymology: Cf. OCS žrěbę, žrěbьcь `foal', with βρέφος \< * gʷrebh-, žrěbę \< * gʷerbh- (w. regular slav. metathesis). Uncertain Nur. brommach `foal' (\< *gurombhākos); on Skt. gárbha- `womb' s. δελφύς.Page in Frisk: 1,266Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρέφος
-
5 βρεφος
- εος τό1) утробный плод, зародыш Hom., Plut.2) новорожденное дитя, младенец Pind., Aesch., Eur.ἐκ βρέφεος Anth. и ἀπὸ βρέφους NT. — с младенчества
3) детеныш(ἡμιόνου Her.)
4) ребенок, мальчик Theocr. -
6 βρέφος
βρέφοςbabe in the womb: neut nom /voc /acc sg -
7 βρέφος
A babe in the womb, foetus, β. ἡμίονον κυέουσαν, of a mare, Il.23.266, cf. Chrysipp.Stoic.2.222.II new-born babe, Simon.37.15, Pi.O.6.33, A.Ag. 1096 (lyr.);νέον β. E.Ba. 289
[not in S.]: in later Prose, LXX Si.19.11, BGU1104.24 (i B. C.), etc.; of beasts, foal, whelp, cub, etc., Hdt.3.153, Phylarch.36, Ael.NA3.8, Opp.H.5.464, etc.; nestling, Horap.2.99; ἐκ βρέφεος from babyhood, AP9.567 (Antip.);ἀπὸ β. 2 Ep.Ti.3.15
. (Cf. Slav. žrèbę 'foal'.) -
8 βρέφος
βρέφος: unborn young (of a mule foal), Il. 23.266†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βρέφος
-
9 βρέφος
βρέφος, das Kind, das Junge; von der noch ungeborenen Leibesfrucht eines Tieres; das schon geborene Kind; bes. das Kind, so lange es an der Mutterbrust ist; ἐκ βρέφεος, von Kindesbeinen an -
10 βρέφος
{сущ., 8}младенец или дитя во чреве или новорожденное; с предл. 575 ( ἀπό) обозн. от младенчества, с детства.Ссылки: Лк. 1:41, 44; 2:12, 16; 18:15; Деян. 7:19; 2Тим. 3:15; 1Пет. 2:2.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βρέφος
-
11 βρέφος
{сущ., 8}младенец или дитя во чреве или новорожденное; с предл. 575 ( ἀπό) обозн. от младенчества, с детства.Ссылки: Лк. 1:41, 44; 2:12, 16; 18:15; Деян. 7:19; 2Тим. 3:15; 1Пет. 2:2.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βρέφος
-
12 βρέφος
το младенец, дитя, грудной ребёнок, малыш -
13 βρέφος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βρέφος
-
14 βρέφος
младенецмладенца МладенцаΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βρέφος
-
15 βρέφος
[врэфос] ουσ. о. дитя, младенец.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βρέφος
-
16 βρέφος
-ους + τό N 3 0-0-0-0-5=5 1 Mc 1,61; 2 Mc 6,10; 3 Mc 5,49; 4 Mc 4,25; Sir 19,11Cf. HORSLEY 1987, 40-41 -
17 βρέφος
[врэфос] ουσ ο дитя, младенец. -
18 βρέφος
(Ιησούς)el nen -
19 βρέφος
доенчеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > βρέφος
-
20 βρέφος
1) bébé2) enfant
См. также в других словарях:
βρέφος — babe in the womb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
βρέφος — το το νεογέννητο, το μωρό: Τα βρέφη χρειάζονται απαραίτητα τη μητέρα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θείον Βρέφος — Όρος της χριστιανικής θεολογίας που χαρακτηρίζει τον Ιησού σε νηπιακή ηλικία. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη ζωγραφική και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, προκειμένου για πίνακες ή φορητές εικόνες, που απεικονίζουν τον Ιησού με την Παναγία. «Η Παναγία … Dictionary of Greek
βρέφει — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρέφεϊ , βρέφος babe in the womb neut dat sg (epic ionic) βρέφος babe in the womb neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέφη — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίοιν — βρέφος babe in the womb neut gen/dat dual βρεφύλλιον neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίοις — βρέφος babe in the womb neut dat pl βρεφύλλιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίου — βρέφος babe in the womb neut gen sg βρεφύλλιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίων — βρέφος babe in the womb neut gen pl βρεφύλλιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίῳ — βρέφος babe in the womb neut dat sg βρεφύλλιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)