-
1 βρέγμα
βρέγμα, τό, 1) Aufguß, D. Sic. 3, 32. – 2) der Oberschädel, Vorderkopf (weil er bei Kindern am längsten weich u. feucht ist), Strattis Ath. XI, 467 e; Arist. H. A. 1, 7; Batrachom. 230; vgl. βρεχμός.
-
2 βρεγμα
- ατος τό1) темя, макушка головы Batr., Arst.2) ( у детей) родничок Arst.3) настой, отвар(παλιούρων Diod.)
-
3 βρέγμα
βρέγμαfront part of the head: neut nom /voc /acc sg -
4 βρέγμα
A front part of the head, Batr.228, Hp.VC2, Stratt.34, Arist.HA 491a31, al., PA 653a35, Herod.4.51, 8.9, etc.:—also [full] βρεγμός EM212.14; βρέχμα, βρεχμός, βροχμός (q. v.) (prob. from βρέχω, because this part of the bone is longest in hardening, Hp.l.c., Arist. GA 744a24).2 in pl., parietal bones, Gal.17(2).3.3 substance found in peppercorns, Dsc.2.159.II = ἀπόβρεγμα, infusion, extract, D.S.3.32. -
5 βρέγμα
-
6 βρέγμα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρέγμα
-
7 βρέγμα 2
βρέγμα 2.See also: s. βρέχωGreek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρέγμα 2
-
8 βρέγμα 3
βρέγμα 3.Grammatical information: n.Meaning: `substance found in peppercorns' (Dsc.2, 159)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] IndiaEtymology: Word of Indian origin acc. to Pliny NH XII, 14,27; s. Hemmerdinger, Glotta 48 (1970) 64.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρέγμα 3
-
9 βρέγμα
το темя, макушка -
10 ἀπό-βρεγμα
ἀπό-βρεγμα, τό, Aufguß, Abguß, Diosc.; τινός Plut. Symp. 1, 1, 4.
-
11 ἐπί-βρεγμα
ἐπί-βρεγμα, τό, der nasse Umschlag, Ath. XV, 692 a, Medic.
-
12 ἔμ-βρεγμα
-
13 βρέγμ'
βρέγμα, βρέγμαfront part of the head: neut nom /voc /acc sg -
14 βρεγμάτων
βρέγμαfront part of the head: neut gen pl -
15 βρέγματα
βρέγμαfront part of the head: neut nom /voc /acc pl -
16 βρέγματι
βρέγμαfront part of the head: neut dat sg -
17 βρέγματος
βρέγμαfront part of the head: neut gen sg -
18 βρεγμός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρεγμός
-
19 βρεχμος
-
20 φάλανθος
φάλανθος, ον, = φαλακρός; βρέγμα Ep. ad. 40 (IX, 317); vgl. B. A. 71, wo es, von φαλακρός verschieden, = ἀναφαλανϑίας erkl. wird.
См. также в других словарях:
βρέγμα — front part of the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέγμα — το (AM βρέγμα και βρέχμα, το και βρεγμός και βρεχμός, ο) το σημείο συνάντησης των ραφών ανάμεσα στο μετωπιαίο και στα βρεγματικά οστά του κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ήδη αρχαία (Ιπποκρ., Αριστ.) ετυμολόγηση της λ. < βρέχω (λόγω του… … Dictionary of Greek
βρέγμα — το μέρος του κρανίου πάνω από το μέτωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρέγμ' — βρέγμα , βρέγμα front part of the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεγμάτων — βρέγμα front part of the head neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέγματα — βρέγμα front part of the head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέγματι — βρέγμα front part of the head neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέγματος — βρέγμα front part of the head neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gehirn, das — Das Gehirn, des es, plur. die e. 1) Eigentlich, dasjenige weiche weiße Wesen in der Höhle der Hirnschale, welches aus zwey Kugeln bestehet, wovon die größere im engern Verstande das Gehirn, die kleinere aber das Gehirnlein oder Hirnlein genannt… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
βρεγματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βρέγμα 2. «βρεγματικά οστά» τα οστά του κρανίου που σχηματίζουν ένα μέρος του πλάγιου και του επάνω σκελετού της κεφαλής από κάθε πλευρά … Dictionary of Greek
εσχατώ — ἐσχατῶ, άω (Α) [έσχατος] 1. μένω τελευταίος 2. (για τόπο) είμαι, βρίσκομαι στο άκρο 3. φθάνω στο τέλος («κούρη ἀπ ὠδίνων τεχθήσεται ἐσχατόωσα», Μαν.) 4. φρ. α) «ἀφ ἑσπέρου ἐσχατόωντος» από την απωτάτη δύση (Καλλ.) β) «κάρηνον ἐσχατόων» το τμήμα… … Dictionary of Greek