Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βροχερός

  • 1 βροχερός

    [врохерос] εκ. дождливый.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βροχερός

  • 2 дождливый

    Русско-греческий словарь > дождливый

  • 3 дождливый

    дождли́в||ый
    прил βροχερός:
    \дождливыйая погода ὁ βροχερός καιρός.

    Русско-новогреческий словарь > дождливый

  • 4 дождевой

    επ.
    βρόχινος, βροχίσιος, βρόχιος, όμβριος•

    -ая вода βρόχινο νερό.

    || βροχοφόρος, ομβροφόρος•

    -ая туча βροχοφόρο σύννεφο.

    || βροχερός, βροχάρης•

    -ая погода βροχερός καιρός.

    || αλεξίβροχος•

    дождевой плащ το αδιάβροχο•

    дождевой зонтик ομπρέλα, αλεξιβρόχιο.

    εκφρ.
    грибβλ. дождевик (2 σημ.)• -ые черви γαιω-σκώληκες.

    Большой русско-греческий словарь > дождевой

  • 5 дождливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    βροχερός, βροχάρης, υετώδης•

    -ая погода βροχερός καιρός.

    Большой русско-греческий словарь > дождливый

  • 6 мокрый

    επ., βρ: мокр, мокра, мокро υγρός, νοτερός, μουσκεμένος, βρεγμένος. || βροχερός•

    погода -ая καιρός βροχερός.

    εκφρ.
    -ое место останется от кого; -го места не останется от кого – δε θα μείνει τίποτε (απειλή).

    Большой русско-греческий словарь > мокрый

  • 7 ненастный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    βροχερός• συννεφιασμένος, βουρκωμένος•

    -ая погода βροχερός καιρός, κακοκαιρία•

    ненастный день βροχερή μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > ненастный

  • 8 ненастный

    ненаст||ный
    прил ἄσχημος / βροχερός (дождливый):
    \ненастный день ἄσχημη μέρα· \ненастныйная погода ἡ κακοκαιρία \ненастныйье с ἡ κακοκαιρία

    Русско-новогреческий словарь > ненастный

  • 9 слякоть

    слякоть
    ж ὁ βροχερός καιρός (о погоде)! ἡ λάσπη (о грязи):
    какая \слякоть! τί λασπουριά!

    Русско-новогреческий словарь > слякоть

  • 10 дождливый

    [*][νταζντλίβυϊ) επ. βροχερός

    Русско-греческий новый словарь > дождливый

  • 11 ненастный

    [νινάσνυΐ] εκ. άσχημος, βροχερός

    Русско-греческий новый словарь > ненастный

  • 12 дождливый

    [*][νταζντλίβυϊ) επ βροχερός

    Русско-эллинский словарь > дождливый

  • 13 ненастный

    [νινάσνυϊ] επ άσχημος, βροχερός

    Русско-эллинский словарь > ненастный

  • 14 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 15 гнилой

    επ., βρ: гнил, -а, -о.
    1. σάπιος, σαπισμένος•

    очень гнилой σαπρός•

    -ые яблоки σάπια μήλα.

    || (για νερό) βρώμικος, δυσώδης•

    -ая болотная вода βρώμικο βαλτόνερο.

    2. (για καιρό, κλίμα) υγρός• βροχερός•

    -ая погода υγρός καιρός•

    -ая осень βροχερό φθινόπωρο.

    3. μτφ. διεφθαρμένος, χαλασμένος•

    душа у него -ая είναι ρυπαρός την ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > гнилой

  • 16 дождливость

    θ.
    πολυομβρία, καιρός βροχερός.

    Большой русско-греческий словарь > дождливость

  • 17 мокрядь

    θ. (απλ.)
    1. καιρός υγρός, βροχερός.
    2. υγρασία, νότια.

    Большой русско-греческий словарь > мокрядь

  • 18 мочливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    (διαλκ.) υγρός, νοτερός• βρεγμένος, μουσκεμένος. || (για καιρό) βροχερός.

    Большой русско-греческий словарь > мочливый

  • 19 ненастье

    ουδ.
    βροχερός (βαρύς) καιρός• μεγάλη συννεφιά.

    Большой русско-греческий словарь > ненастье

  • 20 непогожий

    -ая, -ее
    επ.
    βροχερός• συννεφιασμένος βαρύς•

    непогожий день βροχερή μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > непогожий

См. также в других словарях:

  • βροχερός — ή, ό αυτός που φέρνει βροχές: Ο Νοέμβρης είναι βροχερός μήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροχερός — ή, ό [βροχή] 1. (για τον καιρό) εκείνος που προμηνύει ή φέρνει βροχή 2. (για κλίμα, τόπο, εποχή) αυτός που έχει πολλές βροχές …   Dictionary of Greek

  • -ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… …   Dictionary of Greek

  • κατόμβριμος — κατόμβριμος, ον (Α) βροχερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄμβριμος «βροχερός»] …   Dictionary of Greek

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας …   Dictionary of Greek

  • έπομβρος — ἔπομβρος, ον (Α) πολύ βροχερός, με πολλές βροχές …   Dictionary of Greek

  • έφυδρος — η, ο (ΑΜ ἔφυδρος, ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, ον) υγρός, βροχερός αρχ. 1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος… …   Dictionary of Greek

  • βογγερός — ή, ό 1. αυτός που συνοδεύεται από βόγγους 2. εκείνος που παράγει ισχυρό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόγγος + (κατάλ.) ερός (πρβλ. βροχερός, δροσερός, ζουμερός, καυτερός, παγερός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βροχάδα — (I) η βροχερός καιρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροχάδες, τ. πληθ. του βροχή]. (II) η [βρόχος] η παγίδα …   Dictionary of Greek

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»