-
1 βριθυνοος
См. также в других словарях:
βριθύνοος — βριθύνοος, ον (Α) εμβριθής, συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + νοος < νόος, νους] … Dictionary of Greek
βριθύνοον — βρῑθύνοον , βριθύνοος grave minded masc/fem acc sg βρῑθύνοον , βριθύνοος grave minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek