Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βραβευμένος

См. также в других словарях:

  • ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα …   Dictionary of Greek

  • δαφνοστεφανώνω — 1. στεφανώνω κάποιον με δάφνινο στεφάνι 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) δαφνοστεφανωμένος, η, ο α) στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι β) ένδοξος, βραβευμένος …   Dictionary of Greek

  • εστεμμένος — η, ο 1. αυτός που φοράει στέμμα, βασιλικό διάδημα 2. το αρσ. ως ουσ. ο εστεμμένος ο βασιλιάς 3. αυτός που βραβεύθηκε με στεφάνι, ο στεφανωμένος, ο βραβευμένος («εστεμμένος αθλητής»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. μέσ. παθ. παρακμ. τού ρ. στέφω] …   Dictionary of Greek

  • θεογέραστος — θεογέραστος, ον (Μ) ο βραβευμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γεραίρω «βραβεύω»] …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Γουάσινγκτον, Ντένζελ — (Denzel Washington,Νέα Υόρκη 1954 –). Αφροαμερικανός ηθοποιός. Ο Γ., που εξελίχθηκε σε έναν από τους δημοφιλέστερους πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ, ξεκίνησε με σπουδές δημοσιογραφίας στη Νέα Υόρκη και συνέχισε με υποκριτική στο Σαν Φρανσίσκο.… …   Dictionary of Greek

  • Ελύτης, Οδυσσέας — (Ηράκλειο Κρήτης 1911 – Αθήνα 1996). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Μυτιλήνης, η οποία, τρία χρόνια μετά τη γέννηση του ποιητή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Ε. φοίτησε στη νομική σχολή του… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Θέλα, Καμίλο Χοσέ — (Camilo José Cela, Ίρια Φλάβια, Γαλικία 1916 – Μαδρίτη 2002). Ισπανός συγγραφέας. Σπούδασε πρώτα ιατρική και ύστερα νομικά. Το 1957 έγινε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Γλώσσας. Ο εμφύλιος πόλεμος τον βρήκε στη Μαδρίτη. Το πρώτο του… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»