-
1 βρίσκω
[вриско] р. находить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βρίσκω
-
2 интегрировать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интегрировать
-
3 найти
найти 1найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. βρίσκω•найти клад βρίσκω θησαυρό•
верное решение βρίσκω σωστή λύση•
найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•
найти убежище βρίσκω καταφύγιο•
его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•
найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•
найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.
|| ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.
2. θεωρώ, κρίνω•я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•
доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.
|| κάνω εντύπωση, φαίνομαι•а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.
εκφρ.найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.2. είμαι, υπάρχω, έχω•не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•
-тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.
3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.найти 2найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедшийρ.σ.1. προσκρούω, πέφτω επάνω•найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•
параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.
2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.3. καλύπτω, σκεπάζω•туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.
4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•-шла тоска μ' έπιασε θλίψη•
-шёл испуг μ έπιασε φόβος•
на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.
6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•-ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•
к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•
в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•
дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•
-шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.
|| επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•-шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.
|| υψώνομαι, σηκώνομαι•-шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•
-шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.
-
4 находить
находить Iнесов1. βρίσκω, εὐρίσκω:\находить деньги на дороге βρίσκω λεφτά στό δρόμο· \находить правильное решение βρίσκω σωστή λύση· \находить оправда́ние βρίσκω δικαιολογία· \находить поддержку (утешение) в чем-л. βρίσκω ὑποστήριξη (παρηγοριά) σέ κάτι· \находить применение ἐφαρμόζομαι, χρησιμεύω· \находить удовольствие в беседе с кем-л. νοιώθω εὐχαρίστηση κουβεντιάζοντας μέ κάποιον2. (приходить к выводу) θεωρώ, κρίνω, βρίσκω:\находить, что собеседник прав θεωρώ πώς ὁ συνομιλητής μου ἔχει δίκηο· врач находит, что больной в тяжелом состоянии ὁ γιατρός κρίνει πώς ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρωστου εἶναι σοβαρή· \находить кого-л. красивым βρίσκω ὀμορφο (κάποιον)· ◊ не \находить себе места δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν μπορώ νά ἡσυχάσω.находить IIнесов1. (наталкиваться) προσκρούω, συναντώ, τρακάρω:\находить на мель προσαράζω στά ρηχά·2. (надвинувшись, закрывать \находить о туче, облаке) σκεπάζω·3. перен (овладевать, охватывать):на меня находит грусть μέ πιάνει στενοχώρια· что это на тебя иахо́дит? τί σέ πιάνει;·4. (сходиться, собираться) μαζεύομαι, συναθροίζομαι. -
5 достать
-ану, -анешь, προστκ. -ань ρ.σ.1. φτάνω, σώνω, παίρνω, βγάζω•достать книгу с полки φτάνω το βιβλίο από το ράφι•
достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•
достать бумагу из портфеля βγάζω το χαρτί από το χαρτοφύλακα.
2. αγγίζω, θίγω, άπτομαι•достать рукой до потолки φτάνω με το χέρι ως την οροφή.
3. εφοδιάζομαι, βρίσκω, εξεβρίσκω•достать материал для постройки βρίσκω οικοδομικό υλικό•
достать билет в театре κατορθώνω να πάρω εισιτήριο για το θέατρο.
4. (απρόσ.) φτάνει, αρκεί, επαρκεί•-нет ли вам на дорогу зтих денег θα σας φτάσουν άραγε για το δρόμο αυτά τα χρήματα.
εκφρ.достать из-под земли; достать со дна морского – βρίσκω παντί σθένει, πάση θυσία, οπωσδήποτε• βρίσκω έστω και κάτω από τη γη, στα τρίσβαθα της θάλασσας.1. περιέρχομαι στην κυριότητα•дом -лся ему по наследству το σπίτι το κληρονόμησε, το έχει από κληρονομιά.
|| πέφτει στο μερτικό μου, λαχαίνει•ему -лся фотоаппарат του έπεσε (στο λαχνό) φωτογραφική μηχανή•
ему -лся счэст-ливый номер του έπεσε τυχερός αριθμός (λαχνός).
2. επιπλήττω, επιτιμώ, τιμωρώ. -
6 снискать
снищу, снищешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снисканный, βρ: -кан, -а, -оρ.σ. (παλ. κ. γραπ. λόγος)• βρίσκω, εξευρίσκω• αποκτώ•снискать средства к жизни βρίσκω τα μέσα για να ζήσω•
снискать протекцию βρίσκω προστασία•
снискать славу αποκτώ δόξα•
снискать расположение αποκτώ τη συμπάθεια, την εύνοια.
|| αξίζω• κερδίζω•-уважение αποκτώ την εκτίμηση•
снискать популярность γίνομαι δημοφιλής.
|| δίνω, παρέχω. -
7 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
8 интеграл
мат. το ολοκλήρωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интеграл
-
9 повреждение
η βλάβ/η, (ухудшение, износ) η φθοράвыявлять - βρίσκω/ανιχνεύω τη -определять место - яπροσδιορίζω/βρίσκω το σημείο της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждение
-
10 добывать
-
11 достать
достать 1) (дотянуться) φτάνω, πιάνω 2) (приобрести) βρίσκω, αποχτώ 3) (вынуть) βγάζω, παίρνω* * *1) ( дотянуться) φτάνω, πιάνω2) ( приобрести) βρίσκω, αποχτώ3) ( вынуть) βγάζω, παίρνω -
12 застать
застать βρίσκω, συναντώ \застать врасплох αιφνιδιάζω" я его не \застатьл δεν τον βρήκα* * *βρίσκω, συναντώзаста́ть враспло́х — αιφνιδιάζω
я его́ не заста́л — δεν τον βρήκα
-
13 найти
найти βρίσκω· я не нашёл... δε βρήκα...· как мне \найти? πώς να βρω; \найтись βρίσκομαι* * *я не нашёл… — δε βρήκα…
как мне найти́? — πώς να βρω
-
14 ночлег
ночлег м η διανυκτέρευση· το κατάλυμα (место)· остановиться на \ночлег διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα* * *мη διανυκτέρευση; το κατάλυμα ( место)останови́ться на ночле́г — διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα
-
15 отклик
отклик м 1) (ответ) η ανταπόκριση, η απάντηση· η γνώμη (отзыв ) 2) прям., лерен. (резонанс) η απήχηση, η αντήχηση· получить широкий \отклик έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση* \отклики в печати η απήχηση στον τύπο* * *м2) прям., перен. ( резонанс) η απήχηση, η αντήχησηполучи́ть широ́кий о́тклик — έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση
о́тклики в печа́ти — η απήχηση στον τύπο
-
16 отыскать
-
17 разыскать
-
18 язык
язык м в разн. знач. η γλώσσα· разговорный \язык η καθομιλουμένη γλώσσα; литературный \язык η λογοτεχνική γλώσσα; владеть иностранным \языком κατέχω (или ξέρω καλά) ξένη γλώσσα; найти общий \язык с кем-л. βρίσκω κοινή γλώσσα με κάποιον ◇ язык до Киева доведёт ρωτώντας πας στην Πόλη* * *м в разн. знач.η γλώσσαразгово́рный язы́к — η καθομιλουμένη γλώσσα
литерату́рный язы́к — η λογοτεχνική γλώσσα
владе́ть иностра́нным языко́м — κατέχω ( или ξέρω καλά) ξένη γλώσσα
найти́ о́бщий язы́к с кем-л. — βρίσκω κοινή γλώσσα με κάποιον
••язы́к до Ки́ева доведёт — ρωτώντας πας στην Πόλη
-
19 доискаться
доискатьсясов (чего-л.) разг κατορθώνω νά βρῶ, βρίσκω, εὐρίσκω, ἀνακαλύπτω:\доискаться истины (причины) βρίσκω τήν ἀλήθειαν (τήν αίτία). -
20 докапываться
докапыватьсянесов1. (до чего-л.) σκάβω ὡς ἕνα ὁρισμένο σημείο·2. перен разг ἀνακαλύπτω, βρίσκω:\докапываться до истинной причины βρίσκω τήν πραγματική αίτια.
См. также в других словарях:
βρίσκω — βρίσκω, βρήκα βλ. πίν. 114 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βρίσκω — βρήκα, έθηκα 1. ανακαλύπτω κάτι που αναζητώ και ήταν χαμένο: Βρήκα το πορτοφόλι μου. 2. κρίνω, νομίζω: Βρίσκεις ότι αυτό είναι σωστό; 3. κληρονομώ κάτι: Ό,τι έχει ταβρήκε απ το θείο του. 4. σοφίζομαι, επινοώ: Βρίσκει πάντα τρόπο και ξεφεύγει. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… … Dictionary of Greek
Kalamatianos — The Kalamatianos Dance is one of the most well known dances of Greece. It is Pan Hellenic and is danced at every social gathering.HistoryThe roots of kalamatianos can be found in antiquity. Homer, in the Iliad, describes three performances made… … Wikipedia
Vrisko To Logo Na Zo — Infobox Album | Name = Vrisko To Logo Na Zo Type = studio Artist = Elena Paparizou Released = June 12, 2008 Recorded = 2008 Genre = Pop rock, House, Pop, Modern Laïka, Ambient music Length = 49:44 Language = Greek Label = Sony BMG/RCA Producer =… … Wikipedia
βρισκούμενο — το 1. τα υπάρχοντα, η περιουσία 2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά… … Dictionary of Greek
δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω … Dictionary of Greek
ενευκαιρώ — ἐνευκαιρῶ, έω (AM) μσν. βρίσκω ευκαιρία, βρίσκω κατάλληλο, ευνοϊκό καιρό αρχ. μσν. περνώ τον καιρό μου, ασχολούμαι με κάτι («ἐνευκαιρεῑν διαβολαῑς», Φίλ.) … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό … Dictionary of Greek