-
1 βράση
[-ις (-εως)] η1) кипение;παίρνω βράση — закипать;
2) кипячение;3) брожение; закисание;βράση της μπίρας — брожение пива;
4) жара, зной;5) разгар;στη βράση τού καλοκαιριού — в разгаре лета;
6) тех раскаливание;§ είμαι πάνω στη βράση μου — быть в расцвете сил;
στη βράση κολλάει το σίδερο — погов, куй железо, пока горячо
-
2 βράση
[враси] ουσ θ кипение, кипячение. -
3 Στη βράση του κολλάει το σίδερο
– Το σίδερο ζεστό χτυπιέται• Куй железо, пока горячоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στη βράση του κολλάει το σίδερο
-
4 βρασιά
-
5 βρασμός
ο1) кипение (тж. физ.); 2) кипячение; 3) см. βράση 3; 4) перен. возбуждение, волнение; вспышка;βρασμός ψυχικής ορμής юр. — состояние аффекта
-
6 βράστη
η см. βράση -
7 σίδερο
τό1) железо; 2) утюг;ηλεκτρικό σίδερο — электрический утюг;
3) железный крюк, засов (дверной);βάζω το σίδερο — запирать на засов;
4) πλ. оковы, кандалы;5) πλ. тюрьма;στα σίδερα τον βάλανε — его посадили за решётку;
§ είμαι γιά τα σίδερα — быть сумасшедшим;
τρώγω (τα) σίδερα — а) лезть из кожи вон; — б) беситься, злиться;
κρύο σίδερο δουλεύει — он в ступе воду толчёт;
θα φάγ' η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι ирон. — подумаешь, мир перевернётся!;
στη βράση του κολλάει το σίδερο — погов, куй железо, пока горячо
-
8 Το σίδερο ζεστό χτυπιέται
– Το σίδερο ζεστό χτυπιέται• Куй железо, пока горячоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το σίδερο ζεστό χτυπιέται
См. также в других словарях:
βράση — η (AM βράσις) [βράσσω] βρασμός, κόχλασμα μσν. νεοελλ. 1. πυρετός 2. η ακμή, το αποκορύφωμα μιας κατάστασης («στη βράση του πολέμου») νεοελλ. 1. πολύ ζεστός καιρός 2. πυράκτωση μετάλλου μέχρι βαθμού από όπου αρχίζει η τήξη 3. φρ. α) «είναι στη… … Dictionary of Greek
βράση — η 1. ο βρασμός, το βράσιμο, το κόχλασμα: Κατέβασε το φαγητό από τη φωτιά μόλις πάρει δύο βράσεις. 2. η ζύμωση: Ο μούστος είναι πάνω στη βράση του. 3. το σφρίγος, ο οργασμός: Βρίσκεται πάνω στη βράση της νιότης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βράσῃ — βράσηι , βράσις boiling fem dat sg (epic) βράσσω shake violently aor subj mid 2nd sg βράσσω shake violently aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάβρασμα — το [αναβράζω] 1. βρασμός, βράση 2. ερεθισμός, έξαψη 3. ο παφλασμός που προέρχεται από την πτώση αντικειμένου σε υγρή επιφάνεια … Dictionary of Greek
αφέψηση — η (Α ἀφέψησις και ἄφεψις) [αφέψω] βράση, βρασμός νεοελλ. (φαρμ.) 1. ο βρασμός μιας φαρμακευτικής ουσίας μέσα σε νερό 2. μέθοδος εκχύλισης μιας φυτικής φαρμακευτικής ουσίας για να ληφθούν τα μη πτητικά, διαλυτά στο νερό, συστατικά της … Dictionary of Greek
βλασερός — και βρασερός, ή, ό 1. (για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα 2. (για ψωμί) ζεστός ακόμη από τον φούρνο 3. (για τυρί) νερουλός, όχι σφιχτός 4. (για καρπούς) εύσαρκος, χυμώδης 5. (για ανθρώπους) φρέσκος, γεμάτος ζωντάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βλασερός <… … Dictionary of Greek
βράσιμο — το [βράζω] 1. βράση, βρασμός 2. ο ρογχώδης ήχος που βγαίνει από το στήθος κρυολογημένου … Dictionary of Greek
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek
βρασιά — η [βράζω] 1. ποσότητα τροφίμων που μπορεί να βράσει με μιας 2. βράση … Dictionary of Greek
βραστικός — ή, ό (AM βραστικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. βρασμένος, ζεστός αρχ. ο σχετικός με τη βράση ή τη ζύμωση … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek