-
1 dağlı
βουνίσιος -
2 горец
-
3 горный
горный ορεινός, βουνίσιος \горныйая промышленность η με ταλλευτική βιομηχανία* * *ορεινός, βουνίσιοςго́рная промы́шленность — η μεταλλευτική βιομηχανία
-
4 житель
житель м о κάτοικος коренной \житель о ιθαγενής, ο ντό πιος сельский \житель о χωρικός горный \житель о βουνίσιος (или ορεσίβιος) κάτοικος* * *мο κάτοικοςкоренно́й жи́тель — ο ιθαγενής, ο ντόπιος
се́льский жи́тель — ο χωρικός
го́рный жи́тель — ο βουνίσιος ( или ορεσίβιος) κάτοικος
-
5 горный
επ.1. ορεινός, βουνίσιος•-ое озеро ορεινή λίμνη•
-ая цепь οροσειρά•
горный воздух βουνίσιος αέρας•
-ая страна ορεινή χώρα•
-ая артиллерия ορειβατικό πυροβολικό.
2. ορυκτός•-ые богатства ορεινός πλούτος.
3. μεταλλευτικός, των μεταλλείων•-ое дело μεταλλειολογία•
горный инженер μεταλλειολόγος• μηχανικός μεταλλείων•
-ая порода πέτρωμα•
горный хрусталь ορυκτό κρύσταλλο.
εκφρ.горный лен – ο αμίαντος. -
6 горный
ορεινός, βουνίσιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горный
-
7 горский
επ.ορεινός, βουνίσιος•-ая деревня ορεινό χωριό.
-
8 житель
-я α. -ница, -ы θ. ο, η κάτοικος•городской житель πολίτης, κάτοικος πόλης•
сельский, деревенский житель χωρικός•
коренной αυτόχθονας, ιθαγενής, ντόπιος•
горный житель βουνίσιος, ορεινός, ορεσίβιος κάτοικος.
См. также в других словарях:
βουνίσιος, -ια, -ιο — αντίθ. καμπίσιος ο ορεινός: Χρειαζόμαστε βουνίσιο αέρα για αναζοωγόνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυγιώτης — ο (θηλ. ζυγιώτισσα) [ζυγός] ο κάτοικος τών κορυφών τών βουνών, ορεσίβιος, βουνίσιος … Dictionary of Greek
παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
αγριομερινός — ή, ό αυτός που ζει σ άγρια μέρη, βουνίσιος: Άνθρωπος αγριομερινός δεν ήξερε τις συνήθειες των ανθρώπων της πόλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορεινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο όρος ή είναι του όρους: Ορεινό κλίμα. 2. αυτός που έχει πολλά βουνά: Ορεινή χώρα. 3. αυτός που μένει στα όρη, αλλ. ορεσίβιος, βουνίσιος: Ορεινοί κάτοικοι της περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορεσίβιος — α, ο αυτός που ζει στο βουνό, ο βουνίσιος: Ορεσίβιοι κάτοικοι της χώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσολιάς — ο πληθ. άδες 1. που φοράει τσόλια (βλ. λ.), που είναι ντυμένος με φτηνά ρούχα. 2. μτφ., βουνίσιος, ορεσίβιος. 3. στρατιώτης εύζωνος, ο εύζωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)