Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βουνίσιος

См. также в других словарях:

  • βουνίσιος, -ια, -ιο — αντίθ. καμπίσιος ο ορεινός: Χρειαζόμαστε βουνίσιο αέρα για αναζοωγόνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζυγιώτης — ο (θηλ. ζυγιώτισσα) [ζυγός] ο κάτοικος τών κορυφών τών βουνών, ορεσίβιος, βουνίσιος …   Dictionary of Greek

  • παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • αγριομερινός — ή, ό αυτός που ζει σ άγρια μέρη, βουνίσιος: Άνθρωπος αγριομερινός δεν ήξερε τις συνήθειες των ανθρώπων της πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορεινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο όρος ή είναι του όρους: Ορεινό κλίμα. 2. αυτός που έχει πολλά βουνά: Ορεινή χώρα. 3. αυτός που μένει στα όρη, αλλ. ορεσίβιος, βουνίσιος: Ορεινοί κάτοικοι της περιοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορεσίβιος — α, ο αυτός που ζει στο βουνό, ο βουνίσιος: Ορεσίβιοι κάτοικοι της χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσολιάς — ο πληθ. άδες 1. που φοράει τσόλια (βλ. λ.), που είναι ντυμένος με φτηνά ρούχα. 2. μτφ., βουνίσιος, ορεσίβιος. 3. στρατιώτης εύζωνος, ο εύζωνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»