-
1 βουλευτής
βουλευτής, ὁ, der Rathsherr; Hom. einmal, Iliad. 6, 114 ὄφρ' ἂν ἐγὼ βείω προτὶ Ἴλιον, ἠδὲ γέρουσιν εἴπω βουλευτῇσι καὶ ἡμετέρῃς ἀλόχοισιν δαίμοσιν ἀρήσασϑαι, mit γέρουσιν steht βουλευτῇσι nach Homerischer Art παραλλήλως, Beides bedeutet dasselbe; – Folgde, z. B. Plat. Apol. 25 a; wer zu etwas räth, φόνου, πληγῆς, Antiph. IV γ 4.
-
2 βουλευτης
-
3 βουλευτής
-
4 βουλευτῆς
-
5 βουλευτής
βουλευτήςcouncillor: masc nom sg -
6 βουλευτής
βουλευτής: counsellor; γέροντες, elders of the council ( βουλή), Il. 6.114†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βουλευτής
-
7 βουλευτής
βουλευτής, der Ratsherr; wer zu etwas rät -
8 βουλευτής
βουλευτής, οῦ, ὁ (s. βουλεύω; Hom. et al.; IGR I, 25, 3; Job 3:14; 12:17; ‘councillor, senator’) a member of an advisory or legislative body, councillor (ins, pap, loanw. in rabb.); of Joseph of Arimathaea: member of the Sanhedrin (Jos., Bell. 2, 405 οἱ ἄρχοντες καὶ βουλευταί) Mk 15:43; Lk 23:50.—DELG s.v. βούλομαι. M-M. TW. -
9 βουλευτής
{сущ., 2}советник, член государственного совета, член синедриона (Мк. 15:43; Лк. 23:50).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βουλευτής
-
10 βουλευτής
{сущ., 2}советник, член государственного совета, член синедриона (Мк. 15:43; Лк. 23:50).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βουλευτής
-
11 βουλευτὴς
член советаβουλευτήςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βουλευτὴς
-
12 βουλευτής
член советаβουλευτὴςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βουλευτής
-
13 βουλευτής
ο, η депутат, член парламента -
14 βουλευτής
советник, член совета (государственного), член синедриона.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βουλευτής
-
15 βουλευτής
[вулэфтис] ουσ. а депутат, член парламента,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βουλευτής
-
16 βουλευτής
-οῦ + ὁ N 1 0-0-0-2-0=2 Jb 3,14; 12,17councillor, counsellor -
17 βουλευτής
[вулэфтис]ουσ α депутат, член парламента. -
18 βουλευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουλευτής
-
19 βουλευτής
parlementaire -
20 συμ-βουλευτής
συμ-βουλευτής, ὁ, Berather, Rathgeber, Plat. Legg. XI, 921 a.
См. также в других словарях:
βουλευτής — councillor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… … Dictionary of Greek
βουλευτής — ο θηλ. βουλευτίνα αιρετός αντιπρόσωπος του λαού που παίρνει μέρος στη βουλή: Οι βουλευτές του νομού μας έθεσαν τα θέματα που μας αφορούν στη βουλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουλευτῆς — βουλευτός devised fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευταῖς — βουλευτής councillor masc dat pl βουλευτός devised fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευταί — βουλευτής councillor masc nom/voc pl βουλευτός devised fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτοῦ — βουλευτής councillor masc gen sg βουλευτός devised masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτῆ — βουλευτής councillor masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτῇ — βουλευτής councillor masc dat sg (attic epic ionic) βουλευτός devised fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτῇσι — βουλευτής councillor masc dat pl (epic ionic) βουλευτός devised fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτήν — βουλευτής councillor masc acc sg (attic epic ionic) βουλευτός devised fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)