Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βοηθός

См. также в других словарях:

  • Βοηθός — hasting to the cry for help masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθός — hasting to the cry for help masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βόηθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • βοηθός — ο 1. συμπαραστάτης, αυτός που δίνει βοήθεια, αρωγός: Στο καλό και ο Θεός βοηθός. 2. υπάλληλος, συνεργάτης που εργάζεται κάτω από την επιστασία άλλου: Είναι βοηθός χειρούργος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀδελφὸς ἀδελφοῦ βοηθός… — См. Свой своему поневоле друг …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βοηθόν — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem acc sg βοηθός hasting to the cry for help neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρωγός, -ός, -ό — βοηθός, προστάτης: Στις προσπάθειές του αυτές αρωγός στάθηκε ο θείος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βοηθοῖς — Βοηθός hasting to the cry for help masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοηθοί — Βοηθός hasting to the cry for help masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθοί — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»